δρηστήρ: Difference between revisions

1ab
(4)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δρηστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[δράω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[εργάτης]], εργαζόμενος με μόχθο, [[εργατικός]], σε Ομήρ. Οδ.· θηλ. [[δρήστειρα]], εργάτρια, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ([[διδράσκω]]), [[φυγάς]], [[δραπέτης]], σε Βάβρ.· θηλ. [[δρῆστις]], σε Ανθ.
|lsmtext='''δρηστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[δράω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[εργάτης]], εργαζόμενος με μόχθο, [[εργατικός]], σε Ομήρ. Οδ.· θηλ. [[δρήστειρα]], εργάτρια, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ([[διδράσκω]]), [[φυγάς]], [[δραπέτης]], σε Βάβρ.· θηλ. [[δρῆστις]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δρηστήρ]], ῆρος, <i>n</i> [[δράω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[labourer]], [[working]] man, Od.: fem. [[δρήστειρα]], a workwoman, Od.<br /><b class="num">II.</b> (διδράσκὠ a [[runaway]], Babr.: fem. [[δρῆστις]], Anth.
}}
}}