Anonymous

δρηστήρ: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δρηστήρ]] (-ῆρος), ο (θηλ. [[δρήστειρα]], η) (Α)<br /><b>1.</b> [[εργάτης]], [[άνθρωπος]] που κάνει χειρωνακτική [[εργασία]]<br /><b>2.</b> [[δραπέτης]].
|mltxt=[[δρηστήρ]] (-ῆρος), ο (θηλ. [[δρήστειρα]], η) (Α)<br /><b>1.</b> [[εργάτης]], [[άνθρωπος]] που κάνει χειρωνακτική [[εργασία]]<br /><b>2.</b> [[δραπέτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δρηστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[δράω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[εργάτης]], εργαζόμενος με μόχθο, [[εργατικός]], σε Ομήρ. Οδ.· θηλ. [[δρήστειρα]], εργάτρια, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ([[διδράσκω]]), [[φυγάς]], [[δραπέτης]], σε Βάβρ.· θηλ. [[δρῆστις]], σε Ανθ.
}}
}}