Anonymous

ἱκετήριος: Difference between revisions

From LSJ
1ab
(5)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱκετήριος:''' συγκεκ. [[τύπος]] [[ἱκτήριος]], -α, -ον ([[ἱκέτης]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αναφέρεται ή είναι [[κατάλληλος]] για ικέτες, [[ἱκτήριος]] [[θησαυρός]], λέγεται για τα μαλλιά, [[τρίχες]], που προσφέρονται στον νεκρό, σε Σοφ.· <i>ἱκτήριοι = ἱκέται</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἱκετηρία]], Ιων. <i>-ίη</i> (ενν. [[ῥάβδος]]), <i>ἡ</i>, [[κλαδί]] [[ελιάς]] το οποίο κρατούσε ο [[ικέτης]] σαν [[σύμβολο]] της κατάστασής του και των αξιώσεών του, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· επίσης, <i>κλάδοι ἱκτήριοι</i>, σε Σοφ.· μεταφ., ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν [[ἐξάπτω]] [[σέθεν]] τὸ [[σῶμα]] [[τοὐμόν]], [[προσκολλώ]] το [[σώμα]] μου στα γόνατά [[σου]] σαν ικετευτικό [[κλαδί]] [[ελιάς]], σε Ευρ.· ομοίως, <i>νομίζετε τὸν παῖδα ἱκετηρίαν προκεῖσθαι</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''ἱκετήριος:''' συγκεκ. [[τύπος]] [[ἱκτήριος]], -α, -ον ([[ἱκέτης]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αναφέρεται ή είναι [[κατάλληλος]] για ικέτες, [[ἱκτήριος]] [[θησαυρός]], λέγεται για τα μαλλιά, [[τρίχες]], που προσφέρονται στον νεκρό, σε Σοφ.· <i>ἱκτήριοι = ἱκέται</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἱκετηρία]], Ιων. <i>-ίη</i> (ενν. [[ῥάβδος]]), <i>ἡ</i>, [[κλαδί]] [[ελιάς]] το οποίο κρατούσε ο [[ικέτης]] σαν [[σύμβολο]] της κατάστασής του και των αξιώσεών του, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· επίσης, <i>κλάδοι ἱκτήριοι</i>, σε Σοφ.· μεταφ., ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν [[ἐξάπτω]] [[σέθεν]] τὸ [[σῶμα]] [[τοὐμόν]], [[προσκολλώ]] το [[σώμα]] μου στα γόνατά [[σου]] σαν ικετευτικό [[κλαδί]] [[ελιάς]], σε Ευρ.· ομοίως, <i>νομίζετε τὸν παῖδα ἱκετηρίαν προκεῖσθαι</i>, σε Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἱκέτης]]<br /><b class="num">I.</b> of or fit for suppliants, ἱκτ. [[θησαυρός]], of [[hair]] offered to a god, Soph.; ἱκτήριοι = ἱκέται, Soph.<br /><b class="num">II.</b> [[ἱκετηρία]], ionic -ίη, (sub. ῥάβδοσ), an [[olive]]-[[branch]] [[which]] the [[suppliant]] held as a [[symbol]] of his [[condition]], Hdt., Ar., etc.; so, κλάδοι ἱκτήριοι Soph.:—metaph., ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν [[ἐξάπτω]] [[σέθεν]] τὸ [[σῶμα]] [[τοὐμόν]] I [[attach]] my [[body]] to thy knees as a [[suppliant]] [[olive]]-[[branch]], Eur.; so, νομίζετε τὸν παῖδα ἱκτηρίαν προκεῖσθαι Dem.
}}
}}