ομφαλώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)

Source
(29)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[ὀμφαλώδης]], -ῶδες) [[ομφαλός]]<br />[[ομφαλοειδής]]<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ομφαλώδης]]<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας βοραγινίδες, στο οποίο ανήκουν 24 [[περίπου]] είδη της περιοχής της Μεσογείου και του Μεξικού.
|mltxt=-ες (Α [[ὀμφαλώδης]], -ῶδες) [[ομφαλός]]<br />[[ομφαλοειδής]]<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ομφαλώδης]]<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας βοραγινίδες, στο οποίο ανήκουν 24 [[περίπου]] είδη της περιοχής της Μεσογείου και του Μεξικού.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ες (Α ὀμφαλώδης, -ῶδες) ομφαλός
ομφαλοειδής
το αρσ. ως ουσ. ο ομφαλώδης
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας βοραγινίδες, στο οποίο ανήκουν 24 περίπου είδη της περιοχής της Μεσογείου και του Μεξικού.