ομφαλοειδής
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ὀμφαλοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με ομφαλό κατά το σχήμα, ο στρογγυλός σαν τον ομφαλό, ο ομφαλωτός.
επίρρ...
ομφαλοειδώς
με σχήμα όμοιο με του ομφαλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + -ειδής].