χονδράκανθος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [["
(4b)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[χονδράκανθος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[χονδράκανθος]]<br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους κωπήποδων καρκινοειδών<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει ακανθώδη [[σκελετό]] («σελάχη χονδράκανθα τὴν φύσιν», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χόνδρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[άκανθος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄκανθα]], <b>πρβλ.</b> <i>λευκ</i>-[[άκανθος]], <i>τραγ</i>-[[άκανθος]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της νεοελλ. [[είναι]] αντιδάνειο, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>chondracanthus</i>, και μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
|mltxt=-η, -ο / [[χονδράκανθος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[χονδράκανθος]]<br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους κωπήποδων καρκινοειδών<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει ακανθώδη [[σκελετό]] («σελάχη χονδράκανθα τὴν φύσιν», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χόνδρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[άκανθος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄκανθα]], <b>πρβλ.</b> <i>λευκ</i>-[[άκανθος]], <i>τραγ</i>-[[άκανθος]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της νεοελλ. [[είναι]] αντιδάνειο, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>chondracanthus</i>, και μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χονδράκανθος:''' хрящеватый, с хрящевым скелетом (σελάχη Arst.).
|elrutext='''χονδράκανθος:''' хрящеватый, с хрящевым скелетом (σελάχη Arst.).
}}
}}