χονδράκανθος

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χονδράκανθος Medium diacritics: χονδράκανθος Low diacritics: χονδράκανθος Capitals: ΧΟΝΔΡΑΚΑΝΘΟΣ
Transliteration A: chondrákanthos Transliteration B: chondrakanthos Transliteration C: chondrakanthos Beta Code: xondra/kanqos

English (LSJ)

[ᾰκ], ον, with cartilaginous skeleton, epithet of the σελάχη, Arist.HA516b15, PA655a23.

German (Pape)

[Seite 1363] ον, mit knorpeligen Gräten; so hießen die Knorpelfische σελάχη, Arist. H. A. 3, 7 u. part. anim. 2, 9, weil sie im Rückgrate Knochen von Knorpel haben.

Russian (Dvoretsky)

χονδράκανθος: хрящеватый, с хрящевым скелетом (σελάχη Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

χονδράκανθος: -ον, ὁ ἔχων ἄκανθαν ἐκ χόνδρων, ὀστᾶ ἐκ χόνδρων, τοιαῦτα δὲ εἶναι τὰ σελάχη, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 10, π. Ζ. Μορ. 2. 9, 13, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / χονδράκανθος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χονδράκανθος
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους κωπήποδων καρκινοειδών
αρχ.
αυτός που έχει ακανθώδη σκελετό («σελάχη χονδράκανθα τὴν φύσιν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + -άκανθος (< ἄκανθα, πρβλ. λευκ-άκανθος, τραγ-άκανθος. Η λ. ως επιστημον. όρος της νεοελλ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. chondracanthus, και μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].