παραμήριος: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(31) |
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[παραμήριον]]<br />[[εγχειρίδιο]] και, γενικά, κοφτερό όπλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[παραμήριος]] [[μάχαιρα]]»<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[μαχαίρι]] που έφεραν στο πλάι του μηρού<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) | |mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[παραμήριον]]<br />[[εγχειρίδιο]] και, γενικά, κοφτερό όπλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[παραμήριος]] [[μάχαιρα]]»<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[μαχαίρι]] που έφεραν στο πλάι του μηρού<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[παραμήρια]]<br />τα εσωτερικά τμήματα τών μηρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μηρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ παραμήριον
εγχειρίδιο και, γενικά, κοφτερό όπλο
αρχ.
1. φρ. «παραμήριος μάχαιρα»
(κατά τον Ησύχ.) μαχαίρι που έφεραν στο πλάι του μηρού
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παραμήρια
τα εσωτερικά τμήματα τών μηρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μηρός + κατάλ. -ιος].