μαχαίρι
δύστανοι καὶ πολύμοχθοι ματέρες Ἅιδᾳ τίκτουσαι τέκνα → wretched and much-enduring mothers, giving birth to children for Hades
Greek Monolingual
το (ΑM μαχαίριον, Α και μάχαιρον και μάχερον, Μ και μαχαίριν)
1. όργανο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα κοφτερή στη μια από τις δύο ακμές της, που χρησιμοποιείται για κόψιμο
2. χειρουργικό εργαλείο, νυστέρι
νεοελλ.
1. μτφ. α) ψυχικός πόνος, βάσανο («για να πάρει πλειότερο μαχαίριν η καρδιά του την θυγατέρα του θα δου τα μάτια τα δικά του μ' αγάφτικον αγκαλιαστή», Ερωφ.)
β) οξύτητα, αυστηρότητα («φεύγα το δικαιότατον μαχαίρι της μιλιάς της», Σουμμ.)
γ) λόγος που πληγώνει
2. φρ. α) «είναι [ή βρίσκονται] στα μαχαίρια»
i) φιλονικούν έντονα
ii) μισούνται θανάσιμα
β) «του 'βαλε το μαχαίρι στον λαιμό» — τον πίεσε στο έπακρο, τον ανάγκασε
γ) «το μαχαίρι έφθασε στο [ή ώς το] κόκαλο» — η κατάσταση έφθασε στο απροχώρητο
δ) «είναι δίκοπο μαχαίρι» — λέγεται για ενέργεια ή κατάσταση που μπορεί να βλάψει και εκείνον που τήν κάνει ή τήν δημιουργεί
ε) «τραβώ [ή βγάζω] μαχαίρι» — απειλώ κάποιον με μαχαίρι
στ) «κόβω με το μαχαίρι»
(ιδίως για συνήθειες) διακόπτω, παύω διαμιάς και εντελώς
3. παροιμ. α) «έχεις μαχαίρι τρως πεπόνι» — τίποτε δεν κατορθώνεται χωρίς τα αναγκαία μέσα και εφόδια
β) «όσοι φορούν μαχαίρι δεν είναι όλοι μαγέροι» — τα φαινόμενα, συχνά, απατούν
νεοελλ.-μσν.
έντονο δυσάρεστο συναίσθημα
μσν.
φρ. «τοῦ μαχαιρίου»
(ενν. ἄνθρωπος) μαχαιροβγάλτης, άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού, κακούργος
(αρχ. στον τ. μαχαίριον)
1. μαχαιρίδιο
2. χειρουργικό μαχαίρι
3. ξυράφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαχαίριον, υποκορ. του μάχαιρα.
ΠΑΡ. μσν. μαχαιριωτός
νεοελλ.
μαχαιράδικο, μαχαιράκι, μαχαιριά, μαχαιρώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. μαχαιρομάνικον, μαχαιρόπουλον, μαχαιρουργός
μσν.- νεοελλ.
μαχαιροβγάλτης
νεοελλ.
μαχαιροπίρουνο, μαχαιροσκοτώνομαι. (Β' συνθετικό) αρχ. παραμάχαιρον
νεοελλ.
αμπελομάχαιρο, ασημομάχαιρο, κοντυλομάχαιρο, κουζινομάχαιρο, τραπεζομάχαιρο, τρυγομάχαιρο, χασαπομάχαιρο, χρυσομάχαιρο, ψωμομάχαιρο].