ενώμοτος: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(12)
 
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνώμοτος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> ο δεμένος με όρκο, ορκισμένος («τοὺς δὲ ἥκειν [[μάρτυρας]] ἐπαγομένους ἑνωμότους», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> επικυρωμένος, βεβαιωμένος με όρκο («[[ἐνώμοτος]] [[συνθήκη]]»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἐνώμοτος]]<br />ο [[συνωμότης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνωμότως</i><br />ενόρκως, με όρκο.
|mltxt=[[ἐνώμοτος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> ο δεμένος με όρκο, ορκισμένος («τοὺς δὲ ἥκειν [[μάρτυρας]] ἐπαγομένους ἑνωμότους», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> επικυρωμένος, βεβαιωμένος με όρκο («[[ἐνώμοτος]] [[συνθήκη]]»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἐνώμοτος]]<br />ο [[συνωμότης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνωμότως</i><br />ενόρκως, με όρκο.
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 14 January 2019

Greek Monolingual

ἐνώμοτος, -ον (AM)
1. ο δεμένος με όρκο, ορκισμένος («τοὺς δὲ ἥκειν μάρτυρας ἐπαγομένους ἑνωμότους», Λουκιαν.)
2. επικυρωμένος, βεβαιωμένος με όρκο («ἐνώμοτος συνθήκη»)
3. το αρσ. ως ουσ.ἐνώμοτος
ο συνωμότης.
επίρρ...
ἐνωμότως
ενόρκως, με όρκο.