εξόμφαλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(12)
 
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐξόμφαλος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[εκείνος]], του οποίου προεξέχει ο [[ομφαλός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἐξόμφαλος]]<br />ο [[ομφαλός]] που προεξέχει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ομφαλός]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐξόμφαλος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[εκείνος]], του οποίου προεξέχει ο [[ομφαλός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἐξόμφαλος]]<br />ο [[ομφαλός]] που προεξέχει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ομφαλός]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐξόμφαλος, -ον)
1. εκείνος, του οποίου προεξέχει ο ομφαλός
2. το αρσ. ως ουσ.ἐξόμφαλος
ο ομφαλός που προεξέχει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομφαλός].