επαύλιον: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(13)
 
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπαύλιον]], το (Α) [[έπαυλις]]<br /><b>1.</b> μικρή [[έπαυλη]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ή το θηλ. εν. ως ουσ.) <i>τὰ ἐπαύλια</i> ή <i>ἡ [[ἐπαυλία]]<br />α) η επόμενη [[ημέρα]] του γάμου<br />β) τα δώρα που προσέφεραν οι συγγενείς της νύφης την επόμενη [[ημέρα]] του γάμου.
|mltxt=[[ἐπαύλιον]], το (Α) [[έπαυλις]]<br /><b>1.</b> μικρή [[έπαυλη]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ή το θηλ. εν. ως ουσ.) <i>τὰ ἐπαύλια</i> ή ἡ [[ἐπαυλία]]<br />α) η επόμενη [[ημέρα]] του γάμου<br />β) τα δώρα που προσέφεραν οι συγγενείς της νύφης την επόμενη [[ημέρα]] του γάμου.
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

ἐπαύλιον, το (Α) έπαυλις
1. μικρή έπαυλη
2. (το ουδ. πληθ. ή το θηλ. εν. ως ουσ.) τὰ ἐπαύλια ή ἡ ἐπαυλία
α) η επόμενη ημέρα του γάμου
β) τα δώρα που προσέφεραν οι συγγενείς της νύφης την επόμενη ημέρα του γάμου.