έπαυλη
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
Greek Monolingual
η (AM ἔπαυλις)
1. αγροικία, αγροτικό κτήμα με όλα του τα παραρτήματα (π.χ. στάβλους, αποθήκες κ.λπ.), υποστατικό, αγρόκτημα («τὰς ἐγγὺς ἐπαύλεις ἐξέκοπτον», Πλούτ.)
2. κομψή και πολυτελής εξοχική κατοικία, βίλα
αρχ.
1. κατοικία βοσκού, στάβλος, μάντρα («ο βουκόλος... ἀπικνέεται ἐς τὴν ἔπαυλιν», Ηρόδ.)
2. (ειδ.) στρ. στρατόπεδο
3. ατείχιστο χωριό («αἱ δὲ οἰκίαι αἱ ἐν ἐπαύλεσιν, αἶς οὐκ ἔστιν... τεῖχος κύκλῳ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επί + αύλις «κατασκήνωση». Στη νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνά αντί του τ. έπαυλη η λ. βίλα (< ιταλ. villa)].