χημευτικός: Difference between revisions
From LSJ
ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness
(46) |
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[χυμευτικός]], -ή, -όν, Μ<br /><b>1.</b> [[αλχημιστικός]], αυτός που αναφέρεται στην [[τέχνη]] μετουσίωσης τών μετάλλων<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=και [[χυμευτικός]], -ή, -όν, Μ<br /><b>1.</b> [[αλχημιστικός]], αυτός που αναφέρεται στην [[τέχνη]] μετουσίωσης τών μετάλλων<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[χημευτική]]<br />η [[αλχημεία]], η [[τέχνη]] μετουσίωσης τών μετάλλων<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ χημευτικά</i><br />τα βιβλία αλχημείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χημεία]] /[[χυμεία]], μέσω ενός ρ. <i>χημεύω</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[χημεία]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 14 January 2019
Greek Monolingual
και χυμευτικός, -ή, -όν, Μ
1. αλχημιστικός, αυτός που αναφέρεται στην τέχνη μετουσίωσης τών μετάλλων
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χημευτική
η αλχημεία, η τέχνη μετουσίωσης τών μετάλλων
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χημευτικά
τα βιβλία αλχημείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χημεία /χυμεία, μέσω ενός ρ. χημεύω (βλ. και λ. χημεία)].