χημευτικός

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χημευτικός Medium diacritics: χημευτικός Low diacritics: χημευτικός Capitals: ΧΗΜΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: chēmeutikós Transliteration B: chēmeutikos Transliteration C: chimeftikos Beta Code: xhmeutiko/s

English (LSJ)

v. χυμευτικός.

Greek Monolingual

και χυμευτικός, -ή, -όν, Μ
1. αλχημιστικός, αυτός που αναφέρεται στην τέχνη μετουσίωσης τών μετάλλων
2. το θηλ. ως ουσ.χημευτική
η αλχημεία, η τέχνη μετουσίωσης τών μετάλλων
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χημευτικά
τα βιβλία αλχημείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χημεία /χυμεία, μέσω ενός ρ. χημεύω (βλ. και λ. χημεία)].