3,277,048
edits
(21) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> τα καλάμια ή τα στενόμακρα ξύλα του ορνιθώνα, [[πάνω]] στα οποία κοιμούνται οι όρνιθες, η [[κοίτη]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κοιτώνας]], [[κατάλυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[κούρνια]] προήλθε πιθ. από τον διαλεκτ. τ. <i>κορογωνιά</i> μέσω άλλων διαλεκτ. τ.: <i>κορογωνιά</i> («[[γωνιά]] όπου άναβαν [[φωτιά]], [[εστία]]») | |mltxt=η<br /><b>1.</b> τα καλάμια ή τα στενόμακρα ξύλα του ορνιθώνα, [[πάνω]] στα οποία κοιμούνται οι όρνιθες, η [[κοίτη]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κοιτώνας]], [[κατάλυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[κούρνια]] προήλθε πιθ. από τον διαλεκτ. τ. <i>κορογωνιά</i> μέσω άλλων διαλεκτ. τ.: <i>κορογωνιά</i> («[[γωνιά]] όπου άναβαν [[φωτιά]], [[εστία]]») > <i>κορωνιά</i> (με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>γ</i>- και [[απλοποίηση]] τών -<i>ο</i>- και -<i>ω</i>-) > <i>κουρουνιά</i> («[[προκοπή]], [[ευτυχία]]») με [[κώφωση]] (<i>κο</i>-> <i>κου</i>-) και [[αφομοίωση]] (-<i>ρου</i>-) > <i>κουρνιά</i> («[[σπίτι]], [[φωλιά]]»), με σίγηση του -<i>ου</i>- > [[κούρνια]], με αναβιβασμό του τόνου αναλογικά [[προς]] το συνώνυμο ουσ. [[κοίτη]]. | ||
}} | }} |