Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κούρνια

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

η
1. τα καλάμια ή τα στενόμακρα ξύλα του ορνιθώνα, πάνω στα οποία κοιμούνται οι όρνιθες, η κοίτη
2. (για πρόσ.) κοιτώνας, κατάλυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. κούρνια προήλθε πιθ. από τον διαλεκτ. τ. κορογωνιά μέσω άλλων διαλεκτ. τ.: κορογωνιάγωνιά όπου άναβαν φωτιά, εστία») > κορωνιά (με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -γ- και απλοποίηση τών -ο- και -ω-) > κουρουνιάπροκοπή, ευτυχία») με κώφωση (κο-> κου-) και αφομοίωση (-ρου-) > κουρνιάσπίτι, φωλιά»), με σίγηση του -ου- > κούρνια, με αναβιβασμό του τόνου αναλογικά προς το συνώνυμο ουσ. κοίτη.