γαλακτούχος: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(7)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α γαλακτοῡχος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που περιέχει [[γάλα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[μητέρα]] ή τροφό) αυτή που έχει [[γάλα]] για να θηλάσει το [[νεογνό]] της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γάλα]](-<i>κτος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ουχος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i>].
|mltxt=-ο (Α γαλακτοῦχος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που περιέχει [[γάλα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[μητέρα]] ή τροφό) αυτή που έχει [[γάλα]] για να θηλάσει το [[νεογνό]] της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γάλα]](-<i>κτος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ουχος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 15 February 2019

Greek Monolingual

-ο (Α γαλακτοῦχος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που περιέχει γάλα
αρχ.
(για μητέρα ή τροφό) αυτή που έχει γάλα για να θηλάσει το νεογνό της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα(-κτος) + -ουχος < έχω].