επεισόδιος: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(13)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπεισόδιος]], -ον (Α) [[επείσοδος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται απ' έξω («[[σύμφυτον]] ἔχει τὴν τοῡ πάθους ἀρχὴν οὐκ ἐπεισόδιον»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπεισόδιον</i><br /><b>βλ.</b> [[επεισόδιο]].
|mltxt=[[ἐπεισόδιος]], -ον (Α) [[επείσοδος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται απ' έξω («[[σύμφυτον]] ἔχει τὴν τοῦ πάθους ἀρχὴν οὐκ ἐπεισόδιον»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπεισόδιον</i><br /><b>βλ.</b> [[επεισόδιο]].
}}
}}

Latest revision as of 12:35, 15 February 2019

Greek Monolingual

ἐπεισόδιος, -ον (Α) επείσοδος
1. αυτός που προέρχεται απ' έξω («σύμφυτον ἔχει τὴν τοῦ πάθους ἀρχὴν οὐκ ἐπεισόδιον»)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπεισόδιον
βλ. επεισόδιο.