ἐπεισόδιος
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
ἐπεισόδιον,
A coming in besides, adventitious, σύμφυτον... οὐκ ἐ. Plu.2.451c, cf. 584e; ἐ. ἀκροάματα Id.Luc.40; ἐπιθυμίαι Id.Cat.Ma.18; φύκους ἄνθος ἐ. AP5.18 (Rufin.).
II ἐπεισόδιον, τό, addition for the purpose of giving pleasure, Plu.2.629c, 710d; ἐ. γαστρός, of dessert, AP6.232.6 (Crin.(?)).
2 in Poetry, parenthetic addition, episode:
a in Ep. poems, as the Catalogue in the Iliad, Arist.Po.1459a36.
b in Tragedy, the portions of dialogue between two choric songs, ib. 1452b20: then of all underplots or parenthetic narratives in poetry, which might themselves form distinct wholes, ib. 1451b34; also in prose speeches, etc., D.H.Comp.19, Isoc.4, Th.7.
c in Comedy, interlude, intermezzo, Metag.14.
3 metaph., ἐπεισόδια τύχης Plb.2.35.5; ὅτι μὴ ἐ. τὸ σὸν τῷ παντί Plot. 3.3.3.
German (Pape)
[Seite 912] noch dazu hineinkommend, was nicht wesentlich zur Sache gehört, sondern bes. zur Ergötzung hinzukommt; so sagt Plut. Symp. 2 prooem. τὰ δὲ ἐπεισόδια γέγονεν ἡδονῆς ἕνεκεν, χρείας μὴ συναγομένης, ὥσπερ ἀκροάματα καὶ θεάματα καὶ γελωτοποιός τις; ἀκροάματα ἐπεισόδια Lucull. 40; ἐπεισόδιοι καὶ περιτταὶ ἐπιθυμίαι de gen. Socr. 15; σύμφυτον ἔχει τὴν τοῦ πάθους ἀρχὴν οὐκ ἐπεισόδιον ἀλλὰ ἀναγκαίαν οὖσαν de virt. mor. 12; so heißt der Nachtisch bei Crinag. 6 (VI, 232) δαψιλῆ γαστρὸς ἐπεισόδια; die Schminke φύκους ἄνθος ἐπεισόδιον Rufin. 14 (V, 19). Bes. sind ἐπεισόδια in der alten Tragödie, wo ursprünglich der Chor die Hauptsache war, die zwischen den Chorgesängen eingeschalteten Handlungen, der Dialog, Arist. poet. 12; übh. alle Nebenhandlungen im Epos u. Drama, die ein kleineres Ganzes für sich bilden, die Episode, vgl. B. A. 253. Eben so in der Geschichte oder in Reden, D. Hal.; ἐπ. τῆς τύχης, Spiel des Schicksals, Pol. 2, 35, 5. – Bei Sp. auch was sich auf den Einzug bezieht.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. introduit en sus, amené comme accessoire ; étranger au sujet, épisodique;
II. τὸ ἐπεισόδιον :
1 accessoire, hors-d'œuvre;
2 t. de rhét. épisode.
Étymologie: ἐπείσοδος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεισόδιος:
1 привходящий, посторонний (ἔμφυτος, οὐκ ἐ. Plut.);
2 вставной, добавочный (ἀγῶνες Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισόδιος: -ον, (εἴσοδος), ὁ ἔξωθεν προερχόμενος καὶ προστιθέμενος εἴς τι, σύμφυτον ἔχει τήν τοῦ πάθους ἀρχὴν οὐκ ἐπεισόδιον Πλούτ. 2. 451Β, πρβλ. 584Ε· ἀκροάμασιν ἐπεισόδιοις Πλουτ. Λούκουλλ. 40, πρβλ. Κάτ. Πρεσβ. 18, Ἀνθ. Π. 5.19. II. ὡς οὐσιαστ. ἐπεισόδιον, τό, τὸ γινόμενον χάριν ἡδονῆς, οὐχὶ δὲ χρείας ἕνεκα, τὰ δ’ ἐπεισόδια γέγονεν ἡδονῆς ἕνεκεν, χρείας μὴ συναγομένης, ὥσπερ ἀκροάματα καὶ θεάματα, κτλ., Πλούτ. 2. 629C, 710D· γέλγιθες, κόγχαι, ῥοιαί, σταφυλαί, δαψιλοῦς οἰνοπόταις γαστρὸς ἐπεισόδια Ἀνθ. Π. 6. 232. 2) ἐν τῇ ποιήσει παρενθετική τις προσθήκη, ἐπεισόδιον. α) ἐν τοῖς Ἐπικοῖς ποιήμασιν, οἷον ὁ κατάλογος ἐν Ἰλιάδι, Ἀριστ. Ποιητ. 23, 5. β) ἐν τῇ ἀρχαία τραγωδίᾳ τὰ διαλογικὰ μέρη, τὰ μεταξὺ δύο χορικῶν ᾀσμάτων, ἅτινα κατ’ ἀρχὰς ἦσαν ἁπλῶς παρενθῆκαι, αὐτόθι 12. 5: - ἀκολούθως, ἐπὶ πάσης δευτερευούσης πλοκῆς ἢ παρεντεθειμένης διηγήσεως ἐν ποιήσει, ἥτις αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν ἠδύνατο ν’ ἀποτελέσῃ πλῆρές τι σύνολον, αὐτόθι: ὡσαύτως ἐπὶ παντὸς εἴδους συνθέσεως, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. Ὀνομ. 19. γ) ἐν τῇ Κωμωδίᾳ, παρεμβεβλημένον κωμικὸν μέλος, intermezzo, κατ’ ἐπεισόδιον μεταβάλλω τὸν λόγον Μεταγένης ἐν «Φιλοθύτῃ» 1, ἔνθα ἴδε Meineke· πρβλ. Κρατῖνον ἐν «Πυτίνῃ» 13. 3) μεταφ., ἐπεισόδια τύχης Πολύβ. 2. 35, 5. - Κατὰ Σουΐδ. «ἐπεισόδιον, τὸ εἰς τὰ δράματα εἰσαγόμενον, κατὰ προσθήκην τινὰ καὶ αὔξησιν τοῦ δράματος», καὶ «ἐπεισόδιον, τὸ εἰσφερόμενον τῷ δράματι γέλωτος χάριν ἔξω τῆς ὑποθέσεως ὄν, καταχρηστικῶς δὲ τὸ ἐξαγώνιον ἅπαν πρᾶγμα». Πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 108, Α. Β. 253, 19, κτλ.
Greek Monolingual
ἐπεισόδιος, -ον (Α) επείσοδος
1. αυτός που προέρχεται απ' έξω («σύμφυτον ἔχει τὴν τοῦ πάθους ἀρχὴν οὐκ ἐπεισόδιον»)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπεισόδιον
βλ. επεισόδιο.
Greek Monotonic
ἐπεισόδιος: -ον, I. αυτός που έρχεται και προστίθεται σε κάτι, επιπρόσθετος, σε Πλούτ.
II. ως ουσ. ἐπεισόδιον, τό, προσθήκη, επεισόδιο, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἐπ-εισόδιος, ον
I. coming in besides, adventitious, Plut.
II. as substantive, an addition, episode, Anth. [from ἐπείσοδος