προλαμβάνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(1b)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[προλαβαίνω]] Ν<br /><b>1.</b> [[λαμβάνω]] [[κάτι]] [[πριν]] από κάποιον ή [[κάτι]] [[άλλο]], [[λαμβάνω]] [[πρώτος]] (α. «[[προλαμβάνω]] τον [[μισθό]] μου» β. «[[προλαμβάνειν]] [[γάλα]] [[μετὰ]] μέλιτος», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) <i>προλαβών</i>, -<i>ούσα</i>, -<i>όν</i><br />ο προηγούμενος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φθάνω]] [[κάπου]] [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]] ή [[πρώτος]] («όσο και να τρέχεις, θα [[δεις]] που θα σέ προλάβω»)<br /><b>2.</b> [[προφταίνω]], [[φτάνω]] [[κάπου]] [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]] ή εγκαίρως (α. «πήγα [[αλλά]] δεν τον πρόλαβα» β. «αν δεν βιαστούμε, δεν θα προλάβουμε το [[τραίνο]]»)<br /><b>3.</b> με την [[παρουσία]] μου ή με παρέμβασή μου [[ματαιώνω]] [[κάτι]] δυσάρεστο («η έγκαιρη [[άφιξη]] της πυροσβεστικής πρόλαβε την [[επέκταση]] της φωτιάς»)<br /><b>4.</b> [[βρίσκω]] τον απαιτούμενο χρόνο για να [[κάνω]] [[κάτι]] («δεν [[ξέρω]] αν θα προλάβω να τελειώσω [[σήμερα]] όλες τις δουλειές»)<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> [[μετακινώ]] τα [[ιστία]] του πλοίου [[κατά]] τέτοιο τρόπο ώστε να πέσει [[πάνω]] τους ο [[άνεμος]] από [[μπροστά]] για να δοθεί στο [[πλοίο]] ώθηση [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>6.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «όποιος πρόλαβε τον κύριο είδε» — όσοι κινούνται δραστήρια και με [[ταχύτητα]] [[προς]] έναν στόχο επωφελούνται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]] ή [[κυριεύω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων (α. «ὅσα τῆς πόλεως προλάβοι πρὸ τοῡ τοὺς ὅρκους ἀποδοῡναι», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «[[σῶμα]] προειλημμένον ὑπὸ νόσου», Ερμητ.)<br /><b>2.</b> [[προτιμώ]] («εἰ πρὸ τοὐμοῡ προύλαβες τὰ τῶν δ' ἔπη», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προφταίνω]] και [[παίρνω]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[λαμβάνω]] [[κάτι]] ως δεδομένο, έχω [[κάτι]] προκαταβολικά («τὴν ὁλότητα προλαβὼν ἐγέννησεν ἀπ' αὐτῆς τὴν παντότητα», Δαμάσκ.)<br /><b>5.</b> [[προσπερνώ]] («προλαμβάνοντες δὲ τὰς [[κύνας]] ἐφίστανται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] («[[προλαμβάνειν]] τὰ πολλὰ εἰκασίᾳ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>7.</b> (με χρον. και τοπ. σημ.) [[προηγούμαι]]<br /><b>8.</b> [[προτρέχω]]<br /><b>9.</b> [[προδικάζω]]<br /><b>10.</b> [[στοχάζομαι]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων<br /><b>11.</b> [[επαναλαμβάνω]] [[κάτι]] από την [[αρχή]]<br /><b>12.</b> [[κρίνω]] κάποιον ή [[κάτι]] πρόωρα ή εσπευσμένα, [[δημιουργώ]] [[προκατάληψη]]<br /><b>13.</b> [[ανακαλύπτω]], [[αποκαλύπτω]] («ἐὰν καὶ προληφθῇ [[ἄνθρωπος]] ἔν τινι παραπτώματι», ΚΔ)<br /><b>14.</b> <b>παθ.</b> <i>προλαμβάνομαι</i><br />συμπεριλαμβάνομαι εκ τών προτέρων<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> «[[προλαμβάνω]] τὴν αὔξηση» — [[αρχίζω]] την [[αύξηση]] [[προηγουμένως]].
|mltxt=ΝΜΑ, και [[προλαβαίνω]] Ν<br /><b>1.</b> [[λαμβάνω]] [[κάτι]] [[πριν]] από κάποιον ή [[κάτι]] [[άλλο]], [[λαμβάνω]] [[πρώτος]] (α. «[[προλαμβάνω]] τον [[μισθό]] μου» β. «[[προλαμβάνειν]] [[γάλα]] [[μετὰ]] μέλιτος», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) <i>προλαβών</i>, -<i>ούσα</i>, -<i>όν</i><br />ο προηγούμενος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φθάνω]] [[κάπου]] [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]] ή [[πρώτος]] («όσο και να τρέχεις, θα [[δεις]] που θα σέ προλάβω»)<br /><b>2.</b> [[προφταίνω]], [[φτάνω]] [[κάπου]] [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]] ή εγκαίρως (α. «πήγα [[αλλά]] δεν τον πρόλαβα» β. «αν δεν βιαστούμε, δεν θα προλάβουμε το [[τραίνο]]»)<br /><b>3.</b> με την [[παρουσία]] μου ή με παρέμβασή μου [[ματαιώνω]] [[κάτι]] δυσάρεστο («η έγκαιρη [[άφιξη]] της πυροσβεστικής πρόλαβε την [[επέκταση]] της φωτιάς»)<br /><b>4.</b> [[βρίσκω]] τον απαιτούμενο χρόνο για να [[κάνω]] [[κάτι]] («δεν [[ξέρω]] αν θα προλάβω να τελειώσω [[σήμερα]] όλες τις δουλειές»)<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> [[μετακινώ]] τα [[ιστία]] του πλοίου [[κατά]] τέτοιο τρόπο ώστε να πέσει [[πάνω]] τους ο [[άνεμος]] από [[μπροστά]] για να δοθεί στο [[πλοίο]] ώθηση [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>6.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «όποιος πρόλαβε τον κύριο είδε» — όσοι κινούνται δραστήρια και με [[ταχύτητα]] [[προς]] έναν στόχο επωφελούνται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]] ή [[κυριεύω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων (α. «ὅσα τῆς πόλεως προλάβοι πρὸ τοῦ τοὺς ὅρκους ἀποδοῡναι», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «[[σῶμα]] προειλημμένον ὑπὸ νόσου», Ερμητ.)<br /><b>2.</b> [[προτιμώ]] («εἰ πρὸ τοὐμοῡ προύλαβες τὰ τῶν δ' ἔπη», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προφταίνω]] και [[παίρνω]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[λαμβάνω]] [[κάτι]] ως δεδομένο, έχω [[κάτι]] προκαταβολικά («τὴν ὁλότητα προλαβὼν ἐγέννησεν ἀπ' αὐτῆς τὴν παντότητα», Δαμάσκ.)<br /><b>5.</b> [[προσπερνώ]] («προλαμβάνοντες δὲ τὰς [[κύνας]] ἐφίστανται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] («[[προλαμβάνειν]] τὰ πολλὰ εἰκασίᾳ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>7.</b> (με χρον. και τοπ. σημ.) [[προηγούμαι]]<br /><b>8.</b> [[προτρέχω]]<br /><b>9.</b> [[προδικάζω]]<br /><b>10.</b> [[στοχάζομαι]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων<br /><b>11.</b> [[επαναλαμβάνω]] [[κάτι]] από την [[αρχή]]<br /><b>12.</b> [[κρίνω]] κάποιον ή [[κάτι]] πρόωρα ή εσπευσμένα, [[δημιουργώ]] [[προκατάληψη]]<br /><b>13.</b> [[ανακαλύπτω]], [[αποκαλύπτω]] («ἐὰν καὶ προληφθῇ [[ἄνθρωπος]] ἔν τινι παραπτώματι», ΚΔ)<br /><b>14.</b> <b>παθ.</b> <i>προλαμβάνομαι</i><br />συμπεριλαμβάνομαι εκ τών προτέρων<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> «[[προλαμβάνω]] τὴν αὔξηση» — [[αρχίζω]] την [[αύξηση]] [[προηγουμένως]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm