κίων: Difference between revisions
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κίων''': ῑ, ονος, παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν τῇ Ὀδ. ἐν χρήσει) κατὰ τὸ πλεῖστον θηλ.· ἀλλ’ ἀρσ. ἐν Θ. 66, 473., Τ. 38· καὶ οὕτω παρ’ Ἀττ. (ὡς Ἀριστοφ. Σφ. 105, κτλ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 108)· ὁ Ἡρόδ. ἔχει τὴν λέξ. ὡς ἀρσ. γένους, 4. 184· ἀλλ’ ὡς θηλ. 1. 92, οὕτω δὲ καὶ παρὰ Πινδ. Κίων, [[στῦλος]], λατ. columna, παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῶν ὑποστηριζόντων τὴν στέγην [[μεγάλης]] αἰθούσης κιόνων, Ὀδ. Τ. 38· [[πολλάκις]] ἄνθρωποι στηρίζουσι τὸ σῶμά των ἐπ’ αὐτῶν, ὡς ἐν Ζ. 307., Θ. 66., Ψ. 90· [[ὡσαύτως]] στηρίζουσι τὰ δόρατά των ἢ κρεμῶσι τὰ τόξα των ἐξ αὐτῶν, ὡς ἐν Α. 127., Ρ. 29, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 8· βραδύτερον ἐχρησίμευε καὶ [[ὅπως]] προσδένωσιν εἰς αὐτὸν τὸν μαστιγούμενον, Σοφ. Αἴ. 108 ([[ἔνθα]] ἴδε Λοβέκ.), Αἰσχίν. 9. 1· παροιμ. ἔσθιε... τοὺς Μεγακλέους κίονας, [[διότι]] [[ἐκεῖνος]] ἐκ κενοδοξίας τοσαῦτα ἐδαπάνησεν εἰς τοιαῦτα, [[ὥστε]] οὐδὲν κατελείφθη αὐτῷ, εἰ μὴ οἱ κίονες τῆς αὐλῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 815. 2) ἐν Ὀδ. Α. 53, ἐπὶ τῶν κιόνων οἵτινες κρατοῦσι χωριστὰ τὸν οὐρανὸν ἀπὸ τὴν γῆν καὶ οὓς ἐφύλαττεν ὁ Ἄτλας· ὁ Αἰσχύλ. ἐν Πρ. 349 παριστᾷ τὸν Ἄτλαντα πρὸς τοὺς δυτικοὺς τόπους ἱστάμενον καὶ ἐν ὤμοις βαστάζοντα τοὺς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς κίονας, ὅς... ἕστηκε κίον’ (δυϊκὸν) οὐρανοῦ τε καὶ χθονὸς ὤμοις ἐρείδων, καὶ ὁ Ἡρόδ. 4. 184, ἀποδίδει τὸ [[ὄνομα]] [[κίων]] εἰς τὸ [[ὄρος]] Ἄτλαντα· ― [[οὕτως]] ἡ Αἴτνη καλεῖται [[κίων]] οὐρανία παρὰ Πινδ. Π. 1. 34· ― περὶ τῶν Ἡρακλείων στηλῶν ἴδε ἐν λέξ. [[Ἡράκλειος]]. ΙΙ. [[ἐπιτύμβιος]] [[κίων]], Ἀνθ. Π. 7. 163· ῥητῶς διακρινόμενος ἀπὸ τοῦ [[στήλη]] παρ’ Ἀνδοκ. 6. 15, πρβλ. Becker εἰς Χαρικλ. 395· κ. [[τετράπλευρος]] = [[ὀβελίσκος]], Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1061. ΙΙΙ. ἡ [[σταφυλή]], λατ. columella, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 979, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 11, κτλ.· πρβλ. [[κιονίς]]. IV. τὸ [[διάφραγμα]] τῶν μυκτήρων, ἢ τὸ [[ὑπὲρ]] τὸ [[διάγραμμα]] προέχον σαρκῶδες, ὡς ἐπὶ τὸ [[χεῖλος]] φέρον, | |lstext='''κίων''': ῑ, ονος, παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν τῇ Ὀδ. ἐν χρήσει) κατὰ τὸ πλεῖστον θηλ.· ἀλλ’ ἀρσ. ἐν Θ. 66, 473., Τ. 38· καὶ οὕτω παρ’ Ἀττ. (ὡς Ἀριστοφ. Σφ. 105, κτλ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 108)· ὁ Ἡρόδ. ἔχει τὴν λέξ. ὡς ἀρσ. γένους, 4. 184· ἀλλ’ ὡς θηλ. 1. 92, οὕτω δὲ καὶ παρὰ Πινδ. Κίων, [[στῦλος]], λατ. columna, παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῶν ὑποστηριζόντων τὴν στέγην [[μεγάλης]] αἰθούσης κιόνων, Ὀδ. Τ. 38· [[πολλάκις]] ἄνθρωποι στηρίζουσι τὸ σῶμά των ἐπ’ αὐτῶν, ὡς ἐν Ζ. 307., Θ. 66., Ψ. 90· [[ὡσαύτως]] στηρίζουσι τὰ δόρατά των ἢ κρεμῶσι τὰ τόξα των ἐξ αὐτῶν, ὡς ἐν Α. 127., Ρ. 29, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 8· βραδύτερον ἐχρησίμευε καὶ [[ὅπως]] προσδένωσιν εἰς αὐτὸν τὸν μαστιγούμενον, Σοφ. Αἴ. 108 ([[ἔνθα]] ἴδε Λοβέκ.), Αἰσχίν. 9. 1· παροιμ. ἔσθιε... τοὺς Μεγακλέους κίονας, [[διότι]] [[ἐκεῖνος]] ἐκ κενοδοξίας τοσαῦτα ἐδαπάνησεν εἰς τοιαῦτα, [[ὥστε]] οὐδὲν κατελείφθη αὐτῷ, εἰ μὴ οἱ κίονες τῆς αὐλῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 815. 2) ἐν Ὀδ. Α. 53, ἐπὶ τῶν κιόνων οἵτινες κρατοῦσι χωριστὰ τὸν οὐρανὸν ἀπὸ τὴν γῆν καὶ οὓς ἐφύλαττεν ὁ Ἄτλας· ὁ Αἰσχύλ. ἐν Πρ. 349 παριστᾷ τὸν Ἄτλαντα πρὸς τοὺς δυτικοὺς τόπους ἱστάμενον καὶ ἐν ὤμοις βαστάζοντα τοὺς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς κίονας, ὅς... ἕστηκε κίον’ (δυϊκὸν) οὐρανοῦ τε καὶ χθονὸς ὤμοις ἐρείδων, καὶ ὁ Ἡρόδ. 4. 184, ἀποδίδει τὸ [[ὄνομα]] [[κίων]] εἰς τὸ [[ὄρος]] Ἄτλαντα· ― [[οὕτως]] ἡ Αἴτνη καλεῖται [[κίων]] οὐρανία παρὰ Πινδ. Π. 1. 34· ― περὶ τῶν Ἡρακλείων στηλῶν ἴδε ἐν λέξ. [[Ἡράκλειος]]. ΙΙ. [[ἐπιτύμβιος]] [[κίων]], Ἀνθ. Π. 7. 163· ῥητῶς διακρινόμενος ἀπὸ τοῦ [[στήλη]] παρ’ Ἀνδοκ. 6. 15, πρβλ. Becker εἰς Χαρικλ. 395· κ. [[τετράπλευρος]] = [[ὀβελίσκος]], Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1061. ΙΙΙ. ἡ [[σταφυλή]], λατ. columella, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 979, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 11, κτλ.· πρβλ. [[κιονίς]]. IV. τὸ [[διάφραγμα]] τῶν μυκτήρων, ἢ τὸ [[ὑπὲρ]] τὸ [[διάγραμμα]] προέχον σαρκῶδες, ὡς ἐπὶ τὸ [[χεῖλος]] φέρον, Πολυδ. Βϳ, 79, 80. V. [[εἶδος]] μετεώρου, Ἡρακλείδ. παρὰ Πλουτ. 2. 893Β. VI. [[εἶδος]] σαρκώδους ἐκφύματος, Ἱππ. 581. 53., 675. 2 ([[ἔνθα]] φέρεται κιών, ὀξυτόνως). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 20:40, 7 July 2020
English (LSJ)
[ῑ], ονος, Hom. (not in Il.), mostly
A ἡ; ὁ Od.8.66, 473, 19.38, cf. Eumel.11, Ar.V.105, Hdt.4.184, etc.; ἡ Id.1.92, Pi.P.1.19, IG9(2).258.12 (Cierium, ii B.C.), al.:—pillar, freq. in Od. of roof-pillars, 19.38, al., cf. h.Ap.8; οἱ κ. οἱ ἐν τῷ Λυκείῳ Pl.Euthd.303b, cf. SIG969.10 (Piraeus, iv B.C.), al.; used as a flogging-post, S.Aj.108, Aeschin. 1.59: prov., ἔσθι' ἐλθὼν τοὺς Μεγακλέους κίονας eat the pillars of his hall, for, being a spendthrift, he had nothing else left to give, Ar.Nu. 815. 2 of natural objects, [Ἄτλας] ἔχει… κίονας αὐτὸς μακράς, αἳ γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχουσι Od.1.53; [Ἄτλας] ἕστηκε κίον' (dual) οὐρανοῦ τε καὶ χθονὸς… ἐρείδων A.Pr.351; ὁ κ. τοῦ οὐρανοῦ (of Mount Atlas) Hdt.4.184; κίων οὐρανία, of Aetna, Pi.P.1.19; for the Pillars of Hercules, v. Ἡράκλειος 1. II columnar gravestone, AP7.163 (Leon.): distd.from στήλη, And.1.38; κ. τετράπλευρος an obelisk, Epigr.Gr.1061 (Constantinople); any column bearing an inscription, ἀγγράψαι ἐγ κίονα λιθίναν IGl.c. (cf. p.xii); ἔσται ἡ στήλη ἐπὶ τοῦ κείονος ib.22.1368.29 (ii A.D.). III uvula, κ. ἀνεσπασμένος Hp. Epid.1.26.έ, cf. Arist.HA493a3. IV division of the nostrils, cartilage of the nose, Ruf.Onom.37, Poll.2.79, 80. V kind of meteor, Placit.3.2.5. VI kind of wart, Hp.Nat.Mul.65, Mul.2.212 (where κιών, oxyt.). (Cf. Arm. siun 'pillar'.)
German (Pape)
[Seite 1444] ονος, bei Hom. gew. fem. (als ion. bezeichnet E. M. 514 f), aber auch masc., πρὸς κίονα μακοὸν ἐρείσας Od. 8, 66. 473, wie κίονες ὑψόσ' ἔχοντες 19, 38; auch bei den folgenden Dichtern häufig fem., doch herrscht das masc. in att. Prosa vor, Lys. frg. 121 Aesch. 1, 59 Plat. Euthyd. 303 b; Arist. Eth. 10, 4, 2; Plut.; – die Säule, der Pfeiler; bei Hom. bes. die Säulen, welche das Gebälk der Decke des großen Speisesaales tragen, Od. 19, 38, an denen die Speerbehälter sind, 1, 127. 17, 29; Od. 22, 466 ein Pfeiler im Hofe, von dem aus ein Tau nach der θόλος gezogen wird; Od. 1, 53 die Säulen, welche Erde u. Himmel aus einander halten, die Atlas hütet; vgl. Hes. Th. 729; κίον' οὐρανοῦ τε καὶ χθονὸς ὤμοις ἐρείδων Aesch. Prom. 349; Her. 4, 184; οὐρανία Pind. P. 1, 19; Ἡρακλέος κίονες N. 3, 20, gewöhnlicher στῆλαι genannt; χρυσέας κίονας ὑποστήσαντες προθύρῳ Ol. 6, 2; δεθεὶς πρὸς κίον' ἑρκείου στέγης Soph. Ai. 108; λαΐνοις κίοσιν οἴκων Eur. Herc. Fur. 1038; τῶν κιόνων αἱ πολλαί Her. 1, 92; Plat. Euthyd. 303 b u. A.; ein Unterschied zwischen κίων u. στήλη scheint Andoc. 1, 38 zu sein: καθέζεσθαι μεταξὺ τοῦ κίονος καὶ τῆς στήλης, ἐφ' ᾗ ὁ στρατηγός ἐστιν ὁ χαλκοῦς. Doch auch = στήλη, der Leichenstein, Paus. 2, 7, 3; ὑπὸ κίονα κεῖσαι Leon. Tar. 71 (VII, 163). – Bei den Aerzten das geschwollene Zäpfchen im Munde, Arist. H. A. 1, 11 (vgl. κιονίς); auch die Scheidewand zwischen den Nasenlöchern, Poll. 2, 79. 80. – Bei Plut. placit. phil. 3, 2, neben δοκίς, πωγωνία u. ä., eine Lufterscheinung.
Greek (Liddell-Scott)
κίων: ῑ, ονος, παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν τῇ Ὀδ. ἐν χρήσει) κατὰ τὸ πλεῖστον θηλ.· ἀλλ’ ἀρσ. ἐν Θ. 66, 473., Τ. 38· καὶ οὕτω παρ’ Ἀττ. (ὡς Ἀριστοφ. Σφ. 105, κτλ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 108)· ὁ Ἡρόδ. ἔχει τὴν λέξ. ὡς ἀρσ. γένους, 4. 184· ἀλλ’ ὡς θηλ. 1. 92, οὕτω δὲ καὶ παρὰ Πινδ. Κίων, στῦλος, λατ. columna, παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῶν ὑποστηριζόντων τὴν στέγην μεγάλης αἰθούσης κιόνων, Ὀδ. Τ. 38· πολλάκις ἄνθρωποι στηρίζουσι τὸ σῶμά των ἐπ’ αὐτῶν, ὡς ἐν Ζ. 307., Θ. 66., Ψ. 90· ὡσαύτως στηρίζουσι τὰ δόρατά των ἢ κρεμῶσι τὰ τόξα των ἐξ αὐτῶν, ὡς ἐν Α. 127., Ρ. 29, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 8· βραδύτερον ἐχρησίμευε καὶ ὅπως προσδένωσιν εἰς αὐτὸν τὸν μαστιγούμενον, Σοφ. Αἴ. 108 (ἔνθα ἴδε Λοβέκ.), Αἰσχίν. 9. 1· παροιμ. ἔσθιε... τοὺς Μεγακλέους κίονας, διότι ἐκεῖνος ἐκ κενοδοξίας τοσαῦτα ἐδαπάνησεν εἰς τοιαῦτα, ὥστε οὐδὲν κατελείφθη αὐτῷ, εἰ μὴ οἱ κίονες τῆς αὐλῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 815. 2) ἐν Ὀδ. Α. 53, ἐπὶ τῶν κιόνων οἵτινες κρατοῦσι χωριστὰ τὸν οὐρανὸν ἀπὸ τὴν γῆν καὶ οὓς ἐφύλαττεν ὁ Ἄτλας· ὁ Αἰσχύλ. ἐν Πρ. 349 παριστᾷ τὸν Ἄτλαντα πρὸς τοὺς δυτικοὺς τόπους ἱστάμενον καὶ ἐν ὤμοις βαστάζοντα τοὺς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς κίονας, ὅς... ἕστηκε κίον’ (δυϊκὸν) οὐρανοῦ τε καὶ χθονὸς ὤμοις ἐρείδων, καὶ ὁ Ἡρόδ. 4. 184, ἀποδίδει τὸ ὄνομα κίων εἰς τὸ ὄρος Ἄτλαντα· ― οὕτως ἡ Αἴτνη καλεῖται κίων οὐρανία παρὰ Πινδ. Π. 1. 34· ― περὶ τῶν Ἡρακλείων στηλῶν ἴδε ἐν λέξ. Ἡράκλειος. ΙΙ. ἐπιτύμβιος κίων, Ἀνθ. Π. 7. 163· ῥητῶς διακρινόμενος ἀπὸ τοῦ στήλη παρ’ Ἀνδοκ. 6. 15, πρβλ. Becker εἰς Χαρικλ. 395· κ. τετράπλευρος = ὀβελίσκος, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1061. ΙΙΙ. ἡ σταφυλή, λατ. columella, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 979, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 11, κτλ.· πρβλ. κιονίς. IV. τὸ διάφραγμα τῶν μυκτήρων, ἢ τὸ ὑπὲρ τὸ διάγραμμα προέχον σαρκῶδες, ὡς ἐπὶ τὸ χεῖλος φέρον, Πολυδ. Βϳ, 79, 80. V. εἶδος μετεώρου, Ἡρακλείδ. παρὰ Πλουτ. 2. 893Β. VI. εἶδος σαρκώδους ἐκφύματος, Ἱππ. 581. 53., 675. 2 (ἔνθα φέρεται κιών, ὀξυτόνως).
French (Bailly abrégé)
1ονος (ὁ, ion. et poét. ἡ)
I. colonne :
1 colonne pour supporter un édifice;
2 colonne funéraire;
II. p. anal. météore céleste.
Étymologie: DELG arm. siwn « colonne » ; les deux mots pê empruntés, mais on ne sait à quoi.
2part. prés. de κίω.
English (Autenrieth)
ονος: pillar, very often of those that support the beams of a house. (See plate III. at end of vol., F and G.)
English (Slater)
κῑων (ἡ) (κίων, κίονα; -ονες, -όνων, -όνεσσιν, -ονας.)
1 column χρυσέας ὑποστάσαντες εὐτειχεῖ προθύρῳ θαλάμου κίονας (O. 6.1) κίων δ' οὐρανία συνέχει, νιφόεσσ Αἴτνα (P. 1.19) σὺν ὀρθαῖς κιόνεσσιν δεσποσύναισιν ἐρειδομένα (sc. δρῦς) (P. 4.267) ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν (N. 3.21) ἐπικράνοισι γὰρ ἂν κιόνων fr. 6b. d. ἂν δ' ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες of the pillars supporting Delos fr. 33d. 9. χάλκεοι μὲν τοῖχοι χάλκεαί θ' ὑπὸ κίονες ἕστασαν (Pae. 8.69) met., Ἕκτορα Τροίας ἄμαχον ἀστραβῆ κίονα (O. 2.82) τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν (O. 8.27)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κίων: [ῑ], -ονος, ὁ ή ἡ,
I. 1. κολόνα, στύλος, Λατ. columna, σε Ομήρ. Οδ.· στύλος μαστιγώματος, σε Σοφ., Αισχίν.· παροιμ., ἔσθιε τοὺς Μεγακλέους κίονας, «έφαγε τους κίονες της αυλής του», εφόσον υπήρξε σπάταλος, δεν είχε τίποτα άλλο να δώσει, σε Αριστοφ.
2. στον πληθ., οι κίονες που φρουρούσε ο Άτλας, και κρατούσαν χωριστά τη γη από τον ουρανό, σε Ομήρ. Οδ.· ενώ στον Ηρόδ. το βουνό Άτλας είναι ὁ κίων τοῦ οὐρανοῦ.
II. επιτύμβια στήλη, κίονας, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κίων: ονος (ῑ) ἡ и ὁ
1) столб, колонна (κίονες ὑψόσε ἔχοντες Hom.; κ. ἑρκείου στέγης Soph.; ὑπερείδων τὴν ὀροφὴν κ. Plut.): Ἡρακλέος κίονες Pind. (чаще στῆλαι) Геракловы столпы (ныне Гибралтарский пролив); κ. οὐρανία Pind. небесный столб (о подпирающей небо Этне), ἔσθιε ἐλθὼν τοὺς Μεγακλέους κίονας Arph. пойди, поешь столбы (в доме) Мегакла, т. е. у Мегакла ничего не осталось, кроме столбов его дома;
2) (= στήλη) могильный столб, памятник (ὑπὸ κίονα κεῖσθαι Anth.);
3) анат. язычок (мягкого неба) Arst.;
4) «столб» (вид метеора) Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κίων -ονος, ὁ en ἡ ep. dat. plur. κιόνεσσιν zuil, pilaar:; ἔγχος... ἔστησε... πρὸς κίονα μακρήν zijn lans zette hij tegen een grote pilaar Od. 1.127; uitbr.:; ὁ κίων τοῦ οὐρανοῦ de pilaar van de hemel (= het Atlasgebergte ) Hdt. 4.184.4; ook van pers. huig (lichaamsdeel).
Frisk Etymological English
-ονος
Grammatical information: m. f. (on the gender Schwyzer 486, Schwyzer-Debrunner 37)
Meaning: column, pillar, also metaph. (Od.); as medic. terminus cartiledge, wart (Hp.).
Compounds: As 1. member in κιονό-κρανον capital of a column (Str. 4, 4, 6 [v. l.], D. S.) beside earlier and more usual κιό-κρανον (Pl. Com., X., Delos IIIa etc.; syll. dissimilation). Further ἀκρο-, τετρα-, μετα-, προ-κιόν-ιον (Ph.).
Derivatives: Diminut. κιόνιον (Ph. Bel.), -ίσκος (Hero, J.), -ίς uvula (medic.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably], LW [loanword] Anat.
Etymology: With Arm. siwn column identical, further isolated. One of the Graeco-Armenian agreements (Schwyzer 57). Specht KZ 66, 13 (also Lexis 3, 70) assumes a common Gr.-Arm. LW [loanword]; cf. on αἴξ and Porzig Gliederung 157; cf. also γέφυρα. Can the word be Pre-Greek?
Middle Liddell
κί¯ων, ονος,
I. a pillar, Lat. columna, Od.: a flogging-post, Soph., Aeschin.; proverb., ἔσθιε τοὺς Μεγακλέους κίονας eat the pillars of his hall, for being a spendthrift, he had nothing else left to give, Ar.
2. in pl. the pillars guarded by Atlas, which keep heaven and earth asunder, Od.; whereas in Hdt. Mount Atlas is ὁ κίων τοῦ οὐρανοῦ.
II. a columnar grave-stone, Anth.
Frisk Etymology German
κίων: -ονος
{kí̄ōn}
Grammar: m. f. (zum Genus Schwyzer 486, Schwyzer-Debrunner 37)
Meaning: Säule, Pfeiler, auch übertr. (seit Od.), als mediz. Terminus Zäpfchen, Nasenknorpel, Art Warze (Hp. u. a.).
Composita : Als Vorderglied u. a. in κιονόκρανον Säulenknauf (Str. 4, 4, 6 [v. l.], D. S. u. a.) neben früher belegtem und geläufigerem κιόκρανον (Pl. Kom., X., Delos IIIa usw.; Silbendissimilation). Außerdem die Hypostasen ἀκρο-, τετρα-, μετα-, προκιόνιον (Ph. u. a.).
Derivative: Davon die Deminutiva κιόνιον (Ph. Bel. u. a.), -ίσκος (Hero, J. u. a.), -ίς Zäpfchen (Mediz.).
Etymology : Mit arm. siwn Säule identisch, sonst isoliert. Das Wort gehört somit zu den vielen bemerkenswerten graeco-armenisehen Übereinstimmungen (Schwyzer 57). Specht KZ 66, 13 (auch Lexis 3, 70) sieht darin ein gemeinsames gr.-arm. LW; vgl. zu αἴξ und Porzig Gliederung 157.
Page 1,863