3,274,873
edits
(CSV import) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χόνδρος''': ὁ, χονδρὸν σφαιροειδὲς [[τεμάχιον]] πράγματός τινος, [[κόκκος]], σπυρὶ, σβῶλος, Λατ. granum mica, grumus, ἁλὸς χόνδρους Ἱππ. 879C (πρβλ. [[χονδρός]])· ἁλὸς τρύφεα κατὰ χόνδρους μεγάλους Ἡρόδ. 4. 181· [[οἰκία]] ἐκ τῶν ἀλίνων χ. οἰκοδομέεται [[αὐτόθι]] 185· - [[χόνδρος]] ἀπολ. ἄλας, χ. [[ἐποψίδιος]] Ἀνθ. Π. 7. 736· [[ὡσαύτως]], [[χόνδρος]] λιβανωτοῦ, τὸ τοῦ Πλινίου thuris manna, Λουκ. Λούκ ἢ Ὄν. 12, Κρονοσ. 12. 2) χονδροαλεσμένος [[σῖτος]] ἢ [[ζειά]], «πλυγοῦρι», παρὰ τοῖς μεταγεν. καὶ ἄλιξ, Λατ. alica, σασαμίδας [[χόνδρον]] τε καὶ ἐγκρίδας Στησίχ. 2· [[χόνδρον]] ἔψειν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 10, πρβλ. 364· χ. γάλακτι κατανενιμμένος Φερεκράτης ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 18· ἐκ δ’ Ἰταλίας χ. καὶ πλευρὰ βόεια Ἕρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 1. 6· χόνδ. Μεγαρικὸς, Θετταλικὸς Ἀντιφάνης ἐν Ἀντείᾳ 1. 2, Ἄλεξ. ἐν «Πονήρα» 6· ὁ χ. πλεῖον [[ὕδωρ]] δέχεται, ἢ οἱ πυροὶ ἐξ ὧν ὁ [[τοιοῦτος]] ἐγένετο χ. Ἀριστ. Προβλ. 21. 21, πρβλ. Πολύβ. 2, 2, 5. 3) ζωμὸς παρεσκευασμένος ὲκ χονδροῦ ἀλεύρου (πρβλ. [[χονδροπτισάνη]]), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 10, 364· - παροιμ. ἐπὶ γέροντος, [[χόνδρον]] λείχειν Ἀριστοφ. Σφ. 737. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[ὀστοῦν]] [[μαλακὸν]] μὴ λαβὸν σύστασιν σκληρὰν, [[ὀστοῦν]] τραγανὸν, Λατ. cartilago, Ἱππ. Ἀφ. 1257, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 8, 1, π. Ζ. Μορ. 2. 9, 15· [[μάλιστα]] δὲ ὁ [[χόνδρος]] ὁ κατὰ τὸ [[στῆθος]], δι’ οὗ ἑνοῦνται αἱ ψευδοπλευραἰ πρὸς τὸ κατώτατον [[ἄκρον]] τοῦ ὀστοῦ τοῦ στέρνου, Ἱππ. 1208 D, πρβλ, 91Β, Νικ. Ἀλεξιφ. 123, καλούμενος ἐν τῇ ἀνατομικῇ [[χόνδρος]] ξιφοειδὴς, Λατ. cartilago ensiformis, Foës. Oec. ἐν λ. ([[ὅθεν]] ὑποχόνδριον, τό, ὅ ἴδε)· [[ὡσαύτως]], ὁ [[χόνδρος]] τοῦ ὠτὸς. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 8· τῆς [[ῥινός]], | |lstext='''χόνδρος''': ὁ, χονδρὸν σφαιροειδὲς [[τεμάχιον]] πράγματός τινος, [[κόκκος]], σπυρὶ, σβῶλος, Λατ. granum mica, grumus, ἁλὸς χόνδρους Ἱππ. 879C (πρβλ. [[χονδρός]])· ἁλὸς τρύφεα κατὰ χόνδρους μεγάλους Ἡρόδ. 4. 181· [[οἰκία]] ἐκ τῶν ἀλίνων χ. οἰκοδομέεται [[αὐτόθι]] 185· - [[χόνδρος]] ἀπολ. ἄλας, χ. [[ἐποψίδιος]] Ἀνθ. Π. 7. 736· [[ὡσαύτως]], [[χόνδρος]] λιβανωτοῦ, τὸ τοῦ Πλινίου thuris manna, Λουκ. Λούκ ἢ Ὄν. 12, Κρονοσ. 12. 2) χονδροαλεσμένος [[σῖτος]] ἢ [[ζειά]], «πλυγοῦρι», παρὰ τοῖς μεταγεν. καὶ ἄλιξ, Λατ. alica, σασαμίδας [[χόνδρον]] τε καὶ ἐγκρίδας Στησίχ. 2· [[χόνδρον]] ἔψειν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 10, πρβλ. 364· χ. γάλακτι κατανενιμμένος Φερεκράτης ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 18· ἐκ δ’ Ἰταλίας χ. καὶ πλευρὰ βόεια Ἕρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 1. 6· χόνδ. Μεγαρικὸς, Θετταλικὸς Ἀντιφάνης ἐν Ἀντείᾳ 1. 2, Ἄλεξ. ἐν «Πονήρα» 6· ὁ χ. πλεῖον [[ὕδωρ]] δέχεται, ἢ οἱ πυροὶ ἐξ ὧν ὁ [[τοιοῦτος]] ἐγένετο χ. Ἀριστ. Προβλ. 21. 21, πρβλ. Πολύβ. 2, 2, 5. 3) ζωμὸς παρεσκευασμένος ὲκ χονδροῦ ἀλεύρου (πρβλ. [[χονδροπτισάνη]]), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 10, 364· - παροιμ. ἐπὶ γέροντος, [[χόνδρον]] λείχειν Ἀριστοφ. Σφ. 737. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[ὀστοῦν]] [[μαλακὸν]] μὴ λαβὸν σύστασιν σκληρὰν, [[ὀστοῦν]] τραγανὸν, Λατ. cartilago, Ἱππ. Ἀφ. 1257, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 8, 1, π. Ζ. Μορ. 2. 9, 15· [[μάλιστα]] δὲ ὁ [[χόνδρος]] ὁ κατὰ τὸ [[στῆθος]], δι’ οὗ ἑνοῦνται αἱ ψευδοπλευραἰ πρὸς τὸ κατώτατον [[ἄκρον]] τοῦ ὀστοῦ τοῦ στέρνου, Ἱππ. 1208 D, πρβλ, 91Β, Νικ. Ἀλεξιφ. 123, καλούμενος ἐν τῇ ἀνατομικῇ [[χόνδρος]] ξιφοειδὴς, Λατ. cartilago ensiformis, Foës. Oec. ἐν λ. ([[ὅθεν]] ὑποχόνδριον, τό, ὅ ἴδε)· [[ὡσαύτως]], ὁ [[χόνδρος]] τοῦ ὠτὸς. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 8· τῆς [[ῥινός]], Πολυδ. Β΄, 79· τῆς τραχείας ἀρτηρίας, [[αὐτόθι]] 99, κλπ.· χ. [[ὠλενίτης]], ἡ [[ὠμοπλάτη]], Λυκόφρ. 155· [[ὡσαύτως]] λέγεται ἐπὶ τῶν νέων καὶ ἔτι τρυφερῶν κεράτων, Αἰλ. π. Ζ. 6. 5. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |