ξαντό: Difference between revisions
From LSJ
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
(27) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b> | |mltxt=-ξαντός, ξαντή, ξαντό [[ξαίνω]]<br /><b>1.</b> ξασμένος, λαναρισμένος<br /><b>2.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο [[ξαντός]], το [[ξαντό]]<br />α) κομμάτια ή νήματα από παλιό λινό ύφασμα τα οποία χρησιμοποιούνται για [[επίδεση]] τραυμάτων [[αντί]] για [[γάζα]]<br />β) κουρέλια<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ.</b>) [[είδος]] χοντρού υφάσματος που παράγεται από χοντρές συνεστραμμένες ίνες. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:35, 7 September 2020
Greek Monolingual
-ξαντός, ξαντή, ξαντό ξαίνω
1. ξασμένος, λαναρισμένος
2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο ξαντός, το ξαντό
α) κομμάτια ή νήματα από παλιό λινό ύφασμα τα οποία χρησιμοποιούνται για επίδεση τραυμάτων αντί για γάζα
β) κουρέλια
3. (το ουδ.) είδος χοντρού υφάσματος που παράγεται από χοντρές συνεστραμμένες ίνες.