εφιδρώ: Difference between revisions

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source
(15)
 
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και εφιδρώνω (Α ἐφιδρῶ και ιων. τ. ἐπιδρῶ, -όω)<br />[[ιδρώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιδρώνω]] επί [[πλέον]] ή [[κατόπιν]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐφιδροῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[ιδρώνω]] [[συνεχώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἱδρῶ</i>].
|mltxt=και εφιδρώνω (Α ἐφιδρῶ και ιων. τ. ἐπιδρῶ, -όω)<br />[[ιδρώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιδρώνω]] επί [[πλέον]] ή [[κατόπιν]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐφιδοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[ιδρώνω]] [[συνεχώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἱδρῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 18:20, 24 October 2020

Greek Monolingual

και εφιδρώνω (Α ἐφιδρῶ και ιων. τ. ἐπιδρῶ, -όω)
ιδρώνω
αρχ.
1. ιδρώνω επί πλέον ή κατόπιν
2. παθ. ἐφιδοῦμαι, -όομαι
ιδρώνω συνεχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱδρῶ].