κατόπιν
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
English (LSJ)
Adv., (v. ὄπις)
A behind, after, Hp.Mul.1.12, Th.4.32, X.Cyr. 1.4.21: c.gen., Ar.Eq.625, Pl.Prt. 316a; κ. ἐπὶ τῷ στόλῳ Plb.1.50.5; ἐκ τῶν κ. Id.2.67.2: metaph., κ. χωρεῖν τῶν εἰργασμένων fall short of, fail in describing, Chor.p.23 B.
II of time, after, hereafter, f.l. in Thgn.280; εὐθὺς κ. Thphr. HP 7.13.7; κ. ἑορτῆς ἥκομεν 'too late for the fair', Pl.Grg. 447a; ἡ κ. [ἡμέρα] Plb.1.46.7, Phld.Ind.Sto.19; ὁ κ. ἐνιαυτός Plu.Cam.43; σε μένει καὶ κ. δάκρυα AP9.70 (Mnasalc.).
German (Pape)
[Seite 1404] = Folgdm, nach Moeris attisch für das hellenistische ὄπισθεν; Theogn. 280; Hippocr.; κατόπιν τούτους ἐδίωκον Xen. Cyr. 1, 4, 21; öfter bei Pol. u. Sp.; – τινός, Ar. Equ. 625; Plat. Prot. 316 a; Plut. Camill. 34 u. Sp.; ἡμέραν τῆς μάχης τὴν κατόπιν D. Hal. 3, 22; vgl. Pol. 1, 46, 7.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
1 avec idée de lieu derrière ; en arrière de, gén.;
2 avec idée de temps après, ensuite.
Étymologie: κατά, ὄψ.
Greek Monolingual
και κατόπι (ΑΜ κατόπιν, Μ και κατόπι)
επίρρ.
1. τοπ. έπειτα από κάποιον άλλο στη σειρά (α. «έρχεται κατόπι μου» β. «ἵδρυσε τὴν στρατιάν κατόπιν αὐτῶν», Πλούτ.)
2. χρον. ύστερα από κάτι, ακολούθως, μετά (α. «πήγαινε και εγώ θα έλθω κατόπιν» β. «εὐθὺς κατόπιν», Θεόφρ.)
νεοελλ.
1. (για δήλωση αιτίας) λόγω κάποιας αιτίας ή αφορμής («κατόπιν της δολοφονίας του πρωθυπουργού προκηρύσσονται εκλογές»)
2. φρ. α) «μέ πήρε (σ)το κατόπι» — έρχεται από πίσω μου, μέ παρακολουθεί
β) «κατόπιν εορτής» — μετά τα γεγονότα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + θ. οπι- (πρβλ. ὄπισθεν) + -ν (κατάλ. αιτ. ή επιρρμ.].
Greek Monotonic
κατόπιν: επίρρ. (ὄπις),
I. ακολούθως, έπειτα, πίσω, σε Θέογν., Αττ.· με γεν., σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. λέγεται για το χρόνο, ακολούθως, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
κατόπιν:
I adv. [ὄψ]
1 сзади, позади (διώκειν τινά Xen.);
2 после, затем: ἡ κ. ἡμέρα Polyb. следующий день.
II praep. cum gen.
1 позади, (вслед) за (κ. δὲ ἡμῶν ἐπεισῆλθον ὁ Ἀλκιβιάδης Plat.);
2 после (κ. ἑορτῆς Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατόπιν [κατά, ὄπις] adv. van plaats (er)achter. van tijd later, erna:. ὁ κ. ἐνιαυτός het volgende jaar Plut. Cam. 43.1. prep. na, achter, met gen.: κατόπιν δὲ ἡμῶν ἐπεισῆλθον Ἀλκιβιάδης τε... καὶ Κριτίας na ons kwamen Alcibiades en Critias binnen Plat. Prot. 316a.
Middle Liddell
ὄπις
I. by consequence, behind, after, Theogn., Attic:—c. gen., Ar., Plat.
II. of time, after, Plat.