άινος: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄινος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει ίνες ή αγγεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἶς</i>, <i>ἰνὸς</i> «ίνα»].
|mltxt=[[ἄινος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει ίνες ή αγγεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἶς</i>, <i>ἰνὸς</i> «ίνα»].
}}
}}

Latest revision as of 21:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄινος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει ίνες ή αγγεία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + ἶς, ἰνὸς «ίνα»].