άτιτος: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(6)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄτιτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που παραμένει [[ανεκδίκητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[τίνω]] «[[πληρώνω]], [[ανταποδίδω]], εκδικούμαι»].
|mltxt=[[ἄτιτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που παραμένει [[ανεκδίκητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[τίνω]] «[[πληρώνω]], [[ανταποδίδω]], εκδικούμαι»].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄτιτος, -ον (Α)
1. αυτός που παραμένει ανεκδίκητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α-στερ. + τίνω «πληρώνω, ανταποδίδω, εκδικούμαι»].