ανταποδίδω
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Greek Monolingual
κ. -δίνω κ. -δώνω (AM ἀνταποδίδωμι, Μ κ. -δίνω)
1. αποδίδω σε κάποιον το καλό ή το κακό που μου έκανε
2. (για τον θεό) παρέχω ανταμοιβή ή τιμωρώ
αρχ.-μσν.
πληρώνω χρέος
αρχ.
1. επιστρέφω κάτι
2. εκδικούμαι
3. αντισταθμίζω κάτι με κάτι άλλο
4. δίνω απάντηση, αποκρίνομαι
5. ανταποκρίνομαι, συμφωνώ
6. εξηγώ, ερμηνεύω
7. αντηχώ, αντιλαλώ
8. μεταβιβάζω προς τα πίσω (πολεμικό σύνθημα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + αποδίδωμι.
ΠΑΡ. ανταπόδοση (-ις)
αρχ.
ανταπόδομα, ανταποδότης].