αβροκόμης: Difference between revisions

From LSJ

πανταχόθεν ἐρανίζεσθαι τὴν ἡδονήν → cull pleasure from every side, cull pleasure from every source

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁβροκόμης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μαλακά]] και λεπτά μαλλιά<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυτός που έχει θαλερό [[φύλλωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁβρὸς</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόμη]].
|mltxt=[[ἁβροκόμης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μαλακά]] και λεπτά μαλλιά<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυτός που έχει θαλερό [[φύλλωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁβρὸς</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόμη]].
}}
}}

Latest revision as of 22:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἁβροκόμης, ο (Α)
1. αυτός που έχει μαλακά και λεπτά μαλλιά
2. (για φυτά) αυτός που έχει θαλερό φύλλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁβρὸς + κόμη.