αβροκόμης

From LSJ

αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me

Source

Greek Monolingual

ἁβροκόμης, ο (Α)
1. αυτός που έχει μαλακά και λεπτά μαλλιά
2. (για φυτά) αυτός που έχει θαλερό φύλλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁβρὸς + κόμη.