αγλαοφώτις: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀγλαοφῶτις]] (-ιδος), η (Α)<br />[[φυτό]] που ταυτίζεται με [[είδος]] του γένους Παιωνία η [[φαρμακευτική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγλαός]] <span style="color: red;">+</span> <i>φῶς</i>].
|mltxt=[[ἀγλαοφῶτις]] (-ιδος), η (Α)<br />[[φυτό]] που ταυτίζεται με [[είδος]] του γένους Παιωνία η [[φαρμακευτική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγλαός]] <span style="color: red;">+</span> <i>φῶς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀγλαοφῶτις (-ιδος), η (Α)
φυτό που ταυτίζεται με είδος του γένους Παιωνία η φαρμακευτική.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + φῶς].