αγλαόκαρπος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀγλαόκαρπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για δέντρα) αυτός που παράγει ωραίους ή πλούσιους καρπούς<br /><b>2.</b> (για τη Θέτιδα) αυτή που έχει ωραίους τους καρπούς τών χεριών<br /><b>3.</b> ως επίθ. της Δήμητρας και τών Νυμφών που δίνουν τους καρπούς της γης.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀγλαόκαρπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για δέντρα) αυτός που παράγει ωραίους ή πλούσιους καρπούς<br /><b>2.</b> (για τη Θέτιδα) αυτή που έχει ωραίους τους καρπούς τών χεριών<br /><b>3.</b> ως επίθ. της Δήμητρας και τών Νυμφών που δίνουν τους καρπούς της γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> [[ἀγλαός]] <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:25, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀγλαόκαρπος, -ον (Α)
1. (για δέντρα) αυτός που παράγει ωραίους ή πλούσιους καρπούς
2. (για τη Θέτιδα) αυτή που έχει ωραίους τους καρπούς τών χεριών
3. ως επίθ. της Δήμητρας και τών Νυμφών που δίνουν τους καρπούς της γης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἀγλαός + καρπός].