αείσιτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (Α)<br />αυτός που σιτίζεται, τρέφεται διαρκώς με έξοδα της πολιτείας στο πρυτανείο<br />«ὁ ἐφ' ἑκάστῃ ἡμέρᾳ ἐν τῷ πρυτανείῳ δειπνῶν» (Ησύχιος).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀεί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σιτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀεισιτία]]].
|mltxt=-ον (Α)<br />αυτός που σιτίζεται, τρέφεται διαρκώς με έξοδα της πολιτείας στο πρυτανείο<br />«ὁ ἐφ' ἑκάστῃ ἡμέρᾳ ἐν τῷ πρυτανείῳ δειπνῶν» (Ησύχιος).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀεί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σιτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀεισιτία]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ον (Α)
αυτός που σιτίζεται, τρέφεται διαρκώς με έξοδα της πολιτείας στο πρυτανείο
«ὁ ἐφ' ἑκάστῃ ἡμέρᾳ ἐν τῷ πρυτανείῳ δειπνῶν» (Ησύχιος).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεί + -σιτος < σῖτος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀεισιτία].