αεξίβιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀεξίβιος]], -ον (Α)<br />αυτός που αυξάνει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ζωής κάποιου («ἀεξίβιον [[πένθος]]», Επιγρ. Ελλ. 14, 2123).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀεξι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βίος]].
|mltxt=[[ἀεξίβιος]], -ον (Α)<br />αυτός που αυξάνει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ζωής κάποιου («ἀεξίβιον [[πένθος]]», Επιγρ. Ελλ. 14, 2123).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀεξι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βίος]].
}}
}}