αεξίβιος

From LSJ

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229

Greek Monolingual

ἀεξίβιος, -ον (Α)
αυτός που αυξάνει κατά τη διάρκεια της ζωής κάποιου («ἀεξίβιον πένθος», Επιγρ. Ελλ. 14, 2123).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεξι- + βίος.