αθώωση: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀθῴωσις]])<br />[[απαλλαγή]] κάποιου από [[κατηγορία]], [[αναγνώριση]] της αθωότητάς του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>ἀθῳῶ</i> (-<i>όω</i>), <b>νεοελλ.</b> [[αθωώνω]]].
|mltxt=η (AM [[ἀθῴωσις]])<br />[[απαλλαγή]] κάποιου από [[κατηγορία]], [[αναγνώριση]] της αθωότητάς του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>ἀθῳῶ</i> (-<i>όω</i>), <b>νεοελλ.</b> [[αθωώνω]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (AM ἀθῴωσις)
απαλλαγή κάποιου από κατηγορία, αναγνώριση της αθωότητάς του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. ἀθῳῶ (-όω), νεοελλ. αθωώνω].