αθώωση: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἀθῴωσις]])<br />[[απαλλαγή]] κάποιου από [[κατηγορία]], [[αναγνώριση]] της αθωότητάς του.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η (AM [[ἀθῴωσις]])<br />[[απαλλαγή]] κάποιου από [[κατηγορία]], [[αναγνώριση]] της αθωότητάς του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>ἀθῳῶ</i> (-<i>όω</i>), <b>νεοελλ.</b> [[αθωώνω]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:35, 29 December 2020
Greek Monolingual
η (AM ἀθῴωσις)
απαλλαγή κάποιου από κατηγορία, αναγνώριση της αθωότητάς του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. ἀθῳῶ (-όω), νεοελλ. αθωώνω].