αιολόπρυμνος: Difference between revisions

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αἰολόπρυμνος]], -ον (Α)<br />(για πλοία) αυτός που έχει στολισμένη, αστραφτερή [[πρύμη]] («[[νῆες]] αἰολόπρυμνοι», Βακχυλίδης).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἰόλος]] <span style="color: red;">+</span> [[πρύμνη]].
|mltxt=[[αἰολόπρυμνος]], -ον (Α)<br />(για πλοία) αυτός που έχει στολισμένη, αστραφτερή [[πρύμη]] («[[νῆες]] αἰολόπρυμνοι», Βακχυλίδης).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἰόλος]] <span style="color: red;">+</span> [[πρύμνη]].
}}
}}

Latest revision as of 22:40, 29 December 2020

Greek Monolingual

αἰολόπρυμνος, -ον (Α)
(για πλοία) αυτός που έχει στολισμένη, αστραφτερή πρύμηνῆες αἰολόπρυμνοι», Βακχυλίδης).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + πρύμνη.