αιολόπρυμνος

From LSJ

Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin

Menander, Monostichoi, 262

Greek Monolingual

αἰολόπρυμνος, -ον (Α)
(για πλοία) αυτός που έχει στολισμένη, αστραφτερή πρύμηνῆες αἰολόπρυμνοι», Βακχυλίδης).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + πρύμνη.