αιμόσταση: Difference between revisions

From LSJ

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[αιμοστασία]] η (Α [[αἱμόστασις]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτόματη ή προκλητή [[επίσχεση]] αιμορραγίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέσο]] χρησιμοποιούμενο για την [[επίσχεση]] της αιμορραγίας<br /><b>2.</b> ορισμένο [[φυτό]] που χρησιμοποιούνταν ως στυπτικό για την [[επούλωση]] πληγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἷμα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στασις</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἵστημι]]<br />ο [[νεώτερος]] όρος [[αιμοστασία]] [[είναι]] [[απόδοση]] στα Ελληνικά του γαλλ. <i>stagnation de sang</i>].
|mltxt=και [[αιμοστασία]] η (Α [[αἱμόστασις]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτόματη ή προκλητή [[επίσχεση]] αιμορραγίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέσο]] χρησιμοποιούμενο για την [[επίσχεση]] της αιμορραγίας<br /><b>2.</b> ορισμένο [[φυτό]] που χρησιμοποιούνταν ως στυπτικό για την [[επούλωση]] πληγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἷμα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στασις</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἵστημι]]<br />ο [[νεώτερος]] όρος [[αιμοστασία]] [[είναι]] [[απόδοση]] στα Ελληνικά του γαλλ. <i>stagnation de sang</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

και αιμοστασία η (Α αἱμόστασις)
νεοελλ.
αυτόματη ή προκλητή επίσχεση αιμορραγίας
αρχ.
1. μέσο χρησιμοποιούμενο για την επίσχεση της αιμορραγίας
2. ορισμένο φυτό που χρησιμοποιούνταν ως στυπτικό για την επούλωση πληγής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα + -στασις < ἵστημι
ο νεώτερος όρος αιμοστασία είναι απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. stagnation de sang].