ακροκεφαλία: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η <b>(Ανθρωπολ.)</b><br />[[δυσμορφία]] που χαρακτηρίζεται από οξυκόρυφο [[σχήμα]] της κεφαλής, οφειλόμενο σε πρόωρη [[συνοστέωση]] τών ραφών του κρανίου, [[ιδίως]] της στεφανιαίας.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η <b>(Ανθρωπολ.)</b><br />[[δυσμορφία]] που χαρακτηρίζεται από οξυκόρυφο [[σχήμα]] της κεφαλής, οφειλόμενο σε πρόωρη [[συνοστέωση]] τών ραφών του κρανίου, [[ιδίως]] της στεφανιαίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακροκέφαλος]], πρβλ. γαλλ. <i>acrocephalie</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροκεφαλικός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:56, 29 December 2020
Greek Monolingual
η (Ανθρωπολ.)
δυσμορφία που χαρακτηρίζεται από οξυκόρυφο σχήμα της κεφαλής, οφειλόμενο σε πρόωρη συνοστέωση τών ραφών του κρανίου, ιδίως της στεφανιαίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακροκέφαλος, πρβλ. γαλλ. acrocephalie.
ΠΑΡ. ακροκεφαλικός].