αλλαντοπώλης: Difference between revisions
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἀλλαντοπώλης]])<br />αυτός που πουλάει [[αλλαντικά]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο (Α [[ἀλλαντοπώλης]])<br />αυτός που πουλάει [[αλλαντικά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλλᾶς]] (-<i>ᾶντος</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] <span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀλλαντοπωλῶ</i><br />(νεοελλ. [[αλλαντοπωλείο]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:10, 29 December 2020
Greek Monolingual
ο (Α ἀλλαντοπώλης)
αυτός που πουλάει αλλαντικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλᾶς (-ᾶντος) + -πώλης < πωλῶ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλαντοπωλῶ
(νεοελλ. αλλαντοπωλείο].