ἀλλᾶς
Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
English (LSJ)
ᾶντος, ὁ, forcemeat, sausage or black pudding, Hippon.48, Ar.Eq.161, Crates Com.17, etc.
Spanish (DGE)
-ᾶντος, ὁ
morcilla ὥσπερ ἀλλᾶντα ψύχων como quien pone una morcilla a secar (comparación obs.), Hippon.80.17, cf. Ar.Eq.432, Epich.85.416Au.
•hecha de sangre, carne y especias αἱματοπώτης ἔσθ' ὅ τ' ἀλλᾶς χὡ δράκων Ar.Eq.208, cf. 207, ἐξ ἀγορᾶς ... οἰσόμεθ' (cj.) ... ἀλλᾶντας Crates Com.17, πωλεῖν ἀ. Ar.Eq.161, 201, πνεύμων, ἀλλᾶς τε bofe y morcilla Eub.63.7, ἀλλᾶντας ὠνούμενος Philostr.VS 541, ἀλλᾶντα ἐνέσαττεν Alciphr.3.4.4
•frec. en rodajas ἀλλάντων τόμοι Pherecr.108.8, ἀλλᾶντα τέμνων Axionic.8.4, δύο τεμάχη τοῦ ἀλλᾶντος Luc.Gall.14
•adulteradas a base de mulo muerto, Procop.Goth.2.3.11.
• Etimología: Tal vez de un ἀλλᾱ- rel. c. o. allo-, lat. alium ‘ajo’.
German (Pape)
[Seite 102] ᾶντος, ὁ (aus ἀλλάεις zsgzgn, an allium, Knoblauch, erinnernd, also eigtl. Knoblauchs-) Wurst, Ar. Equ. 160 u. ff.
French (Bailly abrégé)
ᾶντος (ὁ) :
saucisson, saucisse.
Étymologie: DELG orig. obsc., comme beaucoup de termes culinaires.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλᾶς: ᾶντος ὁ колбаса Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλᾶς: ᾶντος, ὁ, κεκομμένον κρέας ἐντὸς ἐντέρου, λουκάνικον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 161· Κράτης ἐν «Θηρίοις» 3, «τὸ δὲ ἀλλᾶς παρὰ τὴν ἀόλλησιν τῶν κρεῶν, ἢ παρὰ τὴν ἄλλησιν, τουτέστι συγκοπήν», Ἐτυμ. Μ.
Greek Monolingual
ἀλλᾶς (-ᾶντος), ο (Α)
1. λουκάνικο, αιματιά, σουτζούκι
2. πληθ. οι αλλάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλλᾶς είναι αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως, πράγμα που ισχύει και για πολλές άλλες λέξεις που έχουν σχέση με τη μαγειρική. Συνήθως η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. ἀλλᾶ-Fεντ-ς, απ’ όπου με σίγηση του ενδοφωνηεντικού F, συναίρεση (α + ε) και αποβολή του συμπλέγματος -ντ- προ του -ς-, προήλθε ο τ. ἀλλᾶς. Είναι πιθανό να πρόκειται για δυτικής προελεύσεως (ιταλική ή σικελική), που είναι συγγενής με τη γλώσσα του Ησυχίου ἄλλην «λάχανον Ἰταλοί», καθώς και με το λατ. alium «σκόρδο».
ΣΥΝΘ. ἀλλαντοειδής, ἀλλαντοποιός, ἀλλαντοπώλης].
Greek Monotonic
ἀλλᾶς: -ᾶντος, ὁ, αλλαντικό, λουκάνικο, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
Frisk Etymological English
-ᾶντος
Grammatical information: m.
Meaning: force-meat, sausage, black pudding (Hippon.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Kretschmer Glotta 1, 323 compares ἄλλην λάχανον. Ίταλοί, καὶ ἐπὶ τοῦ ἀρτυνθέντος περικόμματος, ἐξ οὖ ἀλλαντοπώλης H. So it would contain an Oscan word (Messapian acc. to v. Blumenthal Hesychst. 15), cf. Lat. ālium garlic. K. assumes *ἀλλα-Ϝεντ-. But Szemerényi, Gmomon 43 (1971) 653, notes that origin in southern Italy is implausible for a word from Hipponax.
Frisk Etymology German
ἀλλᾶς: -ᾶντος
{allãs}
Grammar: m.
Meaning: Wurst (Hp., Kom. u. a.).
Etymology: Nicht sicher gedeutet. Nach einer Hypothese von Kretschmer Glotta 1, 323 eig. *Knoblauchwurst aus *ἀλλαϝευτ- von dor. *ἄλλα aus dem Oskischen, vgl. ἄλλην· λάχανον. Ἰταλοί H. (messapisch nach v. Blumenthal Hesychst. 15) und lat. ālium.
Page 1,75