αλωνεύομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁλωνεύομαι]] (AM) (Ν και [[αλωνεύω]])<br />[[εργάζομαι]] στο [[αλώνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλωνίζω]], περιστρέφομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παράγεται από θ. <i>ἁλω</i>-<i>ν</i>-επυξημένη [[μορφή]] της ρίζας που απαντά και στο ουσ. [[ἅλως]], <i>ο</i>].
|mltxt=[[ἁλωνεύομαι]] (AM) (Ν και [[αλωνεύω]])<br />[[εργάζομαι]] στο [[αλώνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλωνίζω]], περιστρέφομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. παράγεται από θ. <i>ἁλω</i>-<i>ν</i>-επυξημένη [[μορφή]] της ρίζας που απαντά και στο ουσ. [[ἅλως]], <i>ο</i>].
}}
}}