αλωνεύομαι

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722

Greek Monolingual

ἁλωνεύομαι (AM) (Ν και αλωνεύω)
εργάζομαι στο αλώνι
νεοελλ.
αλωνίζω, περιστρέφομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. παράγεται από θ. ἁλω-ν-επυξημένη μορφή της ρίζας που απαντά και στο ουσ. ἅλως, ο].