αμυγδαλότοπος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μυγδαλότοπος]], ο<br />[[τόπος]] [[κατάλληλος]] για την [[καλλιέργεια]] της αμυγδαλιάς.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=και [[μυγδαλότοπος]], ο<br />[[τόπος]] [[κατάλληλος]] για την [[καλλιέργεια]] της αμυγδαλιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αμυγδαλιά]] <span style="color: red;">+</span> [[τόπος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
και μυγδαλότοπος, ο
τόπος κατάλληλος για την καλλιέργεια της αμυγδαλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμυγδαλιά + τόπος.