αμφίπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμφίπλευρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρουσιάζεται με δύο πλευρές, δύο όψεις<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[θύρα]]) αυτή που έχει δύο πλευρές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμφίπλευρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρουσιάζεται με δύο πλευρές, δύο όψεις<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[θύρα]]) αυτή που έχει δύο πλευρές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]].
}}
}}

Latest revision as of 23:36, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμφίπλευρος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που παρουσιάζεται με δύο πλευρές, δύο όψεις
αρχ.
(για θύρα) αυτή που έχει δύο πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -πλευρος < πλευρά.