σῶς: Difference between revisions

No change in size ,  10 January 2021
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σῶς''': ὁ, ἡ, σῶν, τό, ἐλλειπτικὸν ἐπίθετον, οὗ ἀπαντῶσιν οἱ ἀκόλουθοι τύποι: ἡ αἰτιατ. σῶν, πληθ. σῶς [[εἶναι]] συνήθεις: ὀνομαστ. πληθ. σῶς Δημ. 51. 13., 93. 24, ἀλλὰ σῷ μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Αἰλ. Διονυσ. παρ’ Εὐστ. 959. 44 ἐκ τοῦ Θουκ. 1. 74 ([[ἔνθα]] νῦν φέρεται σῶοι)· θηλ. ἑνικ. σᾶ παρ’ Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 529b), ἀλλὰ σῶς ὡς θηλ. ἐν Εὐρ. Κύκλ. 294, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 529a, Πλάτ. Φαίδων 106Α· οὐδ. πληθ. σᾶ, Εὐρ. Ἀποσπ. 762, Πλάτ. Κριτί. 111C. - Ὁ Ἰων. [[τύπος]] [[σόος]] ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ. ἐν πάσαις ταῖς πτώσεσι πλὴν ἐν τῇ ὀνομαστ. τοῦ ἑνικοῦ σῶς, [[ὅπερ]] ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] ἐν Ἰλ. Χ. 332, καὶ ἔχουσι τὰ Ἀντίγραφα ἀλλαχοῦ· [[ἴσως]] καὶ αἰτ. σῶν, ἴδε κατωτ.· οὕτω παρ’ Ἡροδ. σῶς [[εἶναι]] ὀνομ. τοῦ ἑνικοῦ, ἴδε κατωτ. Ὁ [[τύπος]] [[σῶος]] [[οὐδαμοῦ]] ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμήρ. ἢ παρ’ ἄλλῳ τινὶ τῶν ἀρχαίων ποιητῶν (ἀπαντᾷ [[ὅμως]] παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς, [[οἷον]] Μαξίμῳ π. καταρχ. 386, Ἀνθ., κλπ.· σωότερος Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 918), καὶ ἐν Ἀντιγράφοις τοῦ Ἡροδ. εὑρίσκομεν σῶαι ἐν 1. 66, σῶα ἐν 4. 124, σώων ἐν 1. 121, 2· καὶ κατὰ τὸν Θωμ. Μάγιστρ. 830, οἱ ἀκριβολογοῦντες Ἀττικ. συγγραφεῖς ἐποιοῦντο χρῆσιν [[αὐτοῦ]] μόνον ἐν τοῖς πληθ. τύποις σῶοι, σῶαι, σῶα. Τελευταῖον, ὁ ῥιζικὸς [[τύπος]] [[σάος]] διετηρήθη ἐν τῷ συγκρ. σᾰώτερος, ἴδε ἐν λέξ. [[σάος]]. (Πρβλ. [[σάος]], [[σαόω]], [[σόος]], [[σῶος]], [[σώζω]], [[σωτήρ]], [[σῶκος]]· Λατιν. sanus· Ἀρχ. Γερμ. gasunt (gesund, sound). - Ἐκ τῆς ῥίζης ταύτης οἱ Ἕλληνες ἐκ τῆς [[μεγάλης]] αὐτῶν πρὸς τὸν εὐφημισμὸν ἀγάπης ἐσχημάτισαν πολλὰ ὀνόματα, Σῶσος, θηλ. Σωσώ, Σωσίας, Σώστρατος, [[Σωκράτης]], κλπ.). Ριζικὴ [[σημασία]], [[σῶος]], Λατιν. salvus, integer, incolumis, ἐπὶ προσώπων, ἔφης... σῶς ἔσσεσθ’ Ἰλ. Χ. 332· οὕνεκά οἱ σῶς ἐσσι Ὀδ. Ο. 42· ὅτι σῶς εἰμι Π. 131· βούλομ’ ἐγὼ λαὸν σόον ἔμμεναι Ἰλ. Α. 117· σῶν ἔμμεναι (σοον;) Θ. 246· σόοι ἔμμεναι Ὀδ. Δ. 98· ἄλοχός τε σόη καὶ παῖδες Ἰλ. Ο. 497· οὕτω, σόοι [[εἶναι]] Ἡρόδ. 5. 96· σῶς καὶ [[ὑγιὴς]] ὁ αὐτ. 4. 76, Θουκ. 3. 34, Πλάτ. Τίμ. 82Β. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀκέραιος]], [[καλῶς]] ἔχων, «γερός», ὁ μὴ παθών βλάβην, ἵνα περ τάδε τοι σόα μίμνῃ (ἐξυπακ. τὰ κειμήλια) Ἰλ. Ω. 382, πρβλ. Ὀδ. Ν. 364· [[οὐδέ]] κε φαίης ἠέλιον σῶν ἔμμεναι (σόον;) Ἰλ. Ν. 364· [[οὕτως]], [[ἄγαλμα]]..., τὸ ἐς ἐμὲ ἦν σόον, διετηρεῖτο, ἐσῴζετο Ἡρόδ. 2. 181· αἱ πέδαι ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἦσαν σόαι ὁ αὐτ. 1. 66· οἱ... λίθοι ἔτι καὶ ἐς ἡμέας [[ἔσαν]] σόοι ὁ αὐτ. 8. 39, πρβλ. 2. 121, 2., 6. 86, 1· ποτόν…, [[εἴπερ]] ἐστὶ σῶν Σοφ. Φιλ. 21· ἔστι σῶν [[[θοἰμάτιον]]] καὶ οὐκ ἀπόλωλε Πλάτ. Φαίδων 87Β· ἡ χιὼν οὖσα σῶς καὶ ἄτηκτος [[αὐτόθι]] 106Α· τὸ ἀθάνατον σῶν καὶ ἀδιάφθορον [[αὐτόθι]] Ε· ἔχειν τι σῶν Ξεν. Ἀνάβ. 7. 6, 32, κλπ.· ἐπὶ χρημάτων, [[ἀσφαλής]], ἐξησφαλισμένος, Εὐρ. Ἑκάβ. 994 κἑξ.· [[τἀργύριον]] σῶν παρέχειν Ἀριστοφ. Λυσ. 488, Συλλ. Ἐπιγρ. 82. 14, Πλάτ. Πολ. 333C· σῶα ἀποδιδόναι τὰ χρήματα Ξεν. Κύρ. 7. 4, 13. 2) ἐπὶ γεγονότων, [[ἀσφαλής]], [[βέβαιος]], νῦν τοι σῶς αἰπὺς [[ὄλεθρος]] Ἰλ. Ν. 773, Ὀδ. Ε. 305, Χ. 28.
|lstext='''σῶς''': ὁ, ἡ, σῶν, τό, ἐλλειπτικὸν ἐπίθετον, οὗ ἀπαντῶσιν οἱ ἀκόλουθοι τύποι: ἡ αἰτιατ. σῶν, πληθ. σῶς [[εἶναι]] συνήθεις: ὀνομαστ. πληθ. σῶς Δημ. 51. 13., 93. 24, ἀλλὰ σῷ μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Αἰλ. Διονυσ. παρ’ Εὐστ. 959. 44 ἐκ τοῦ Θουκ. 1. 74 ([[ἔνθα]] νῦν φέρεται σῶοι)· θηλ. ἑνικ. σᾶ παρ’ Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 529b), ἀλλὰ σῶς ὡς θηλ. ἐν Εὐρ. Κύκλ. 294, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 529a, Πλάτ. Φαίδων 106Α· οὐδ. πληθ. σᾶ, Εὐρ. Ἀποσπ. 762, Πλάτ. Κριτί. 111C. - Ὁ Ἰων. [[τύπος]] [[σόος]] ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ. ἐν πάσαις ταῖς πτώσεσι πλὴν ἐν τῇ ὀνομαστ. τοῦ ἑνικοῦ σῶς, [[ὅπερ]] ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] ἐν Ἰλ. Χ. 332, καὶ ἔχουσι τὰ Ἀντίγραφα ἀλλαχοῦ· [[ἴσως]] καὶ αἰτ. σῶν, ἴδε κατωτ.· οὕτω παρ’ Ἡροδ. σῶς [[εἶναι]] ὀνομ. τοῦ ἑνικοῦ, ἴδε κατωτ. Ὁ [[τύπος]] [[σῶος]] [[οὐδαμοῦ]] ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμήρ. ἢ παρ’ ἄλλῳ τινὶ τῶν ἀρχαίων ποιητῶν (ἀπαντᾷ [[ὅμως]] παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς, [[οἷον]] Μαξίμῳ π. καταρχ. 386, Ἀνθ., κλπ.· σωότερος Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 918), καὶ ἐν Ἀντιγράφοις τοῦ Ἡροδ. εὑρίσκομεν σῶαι ἐν 1. 66, σῶα ἐν 4. 124, σώων ἐν 1. 121, 2· καὶ κατὰ τὸν Θωμ. Μάγιστρ. 830, οἱ ἀκριβολογοῦντες Ἀττικ. συγγραφεῖς ἐποιοῦντο χρῆσιν [[αὐτοῦ]] μόνον ἐν τοῖς πληθ. τύποις σῶοι, σῶαι, σῶα. Τελευταῖον, ὁ ῥιζικὸς [[τύπος]] [[σάος]] διετηρήθη ἐν τῷ συγκρ. σᾰώτερος, ἴδε ἐν λέξ. [[σάος]]. (Πρβλ. [[σάος]], [[σαόω]], [[σόος]], [[σῶος]], [[σώζω]], [[σωτήρ]], [[σῶκος]]· Λατιν. sanus· Ἀρχ. Γερμ. gasunt (gesund, sound). - Ἐκ τῆς ῥίζης ταύτης οἱ Ἕλληνες ἐκ τῆς [[μεγάλης]] αὐτῶν πρὸς τὸν εὐφημισμὸν ἀγάπης ἐσχημάτισαν πολλὰ ὀνόματα, Σῶσος, θηλ. Σωσώ, Σωσίας, Σώστρατος, [[Σωκράτης]], κλπ.). Ριζικὴ [[σημασία]], [[σῶος]], Λατιν. salvus, integer, incolumis, ἐπὶ προσώπων, ἔφης... σῶς ἔσσεσθ’ Ἰλ. Χ. 332· οὕνεκά οἱ σῶς ἐσσι Ὀδ. Ο. 42· ὅτι σῶς εἰμι Π. 131· βούλομ’ ἐγὼ λαὸν σόον ἔμμεναι Ἰλ. Α. 117· σῶν ἔμμεναι (σοον;) Θ. 246· σόοι ἔμμεναι Ὀδ. Δ. 98· ἄλοχός τε σόη καὶ παῖδες Ἰλ. Ο. 497· οὕτω, σόοι [[εἶναι]] Ἡρόδ. 5. 96· σῶς καὶ [[ὑγιὴς]] ὁ αὐτ. 4. 76, Θουκ. 3. 34, Πλάτ. Τίμ. 82Β. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀκέραιος]], [[καλῶς]] ἔχων, «γερός», ὁ μὴ παθών βλάβην, ἵνα περ τάδε τοι σόα μίμνῃ (ἐξυπακ. τὰ κειμήλια) Ἰλ. Ω. 382, πρβλ. Ὀδ. Ν. 364· [[οὐδέ]] κε φαίης ἠέλιον σῶν ἔμμεναι (σόον;) Ἰλ. Ν. 364· [[οὕτως]], [[ἄγαλμα]]..., τὸ ἐς ἐμὲ ἦν σόον, διετηρεῖτο, ἐσῴζετο Ἡρόδ. 2. 181· αἱ πέδαι ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἦσαν σόαι ὁ αὐτ. 1. 66· οἱ... λίθοι ἔτι καὶ ἐς ἡμέας [[ἔσαν]] σόοι ὁ αὐτ. 8. 39, πρβλ. 2. 121, 2., 6. 86, 1· ποτόν…, [[εἴπερ]] ἐστὶ σῶν Σοφ. Φιλ. 21· ἔστι σῶν ([[θοἰμάτιον]]) καὶ οὐκ ἀπόλωλε Πλάτ. Φαίδων 87Β· ἡ χιὼν οὖσα σῶς καὶ ἄτηκτος [[αὐτόθι]] 106Α· τὸ ἀθάνατον σῶν καὶ ἀδιάφθορον [[αὐτόθι]] Ε· ἔχειν τι σῶν Ξεν. Ἀνάβ. 7. 6, 32, κλπ.· ἐπὶ χρημάτων, [[ἀσφαλής]], ἐξησφαλισμένος, Εὐρ. Ἑκάβ. 994 κἑξ.· [[τἀργύριον]] σῶν παρέχειν Ἀριστοφ. Λυσ. 488, Συλλ. Ἐπιγρ. 82. 14, Πλάτ. Πολ. 333C· σῶα ἀποδιδόναι τὰ χρήματα Ξεν. Κύρ. 7. 4, 13. 2) ἐπὶ γεγονότων, [[ἀσφαλής]], [[βέβαιος]], νῦν τοι σῶς αἰπὺς [[ὄλεθρος]] Ἰλ. Ν. 773, Ὀδ. Ε. 305, Χ. 28.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[safe]], [[healthy]], [[intact]] (Att.; also Hom., Hdt.).<br />Other forms: [[σάος]] (ep. poet. Il. [[[σαώτερος]]], also Cypr., Arc., Lac. etc.), [[σῶος]] (Hdt., Hp., X., hell.), [[σόος]] (ep., also Hdt.); comp. [[σαώτερος]] (A 32, X., Theoc., AP).<br />Compounds: As 1. member a.o. in <b class="b3">ΣαϜο-κλέϜης</b> (Cypr.), <b class="b3">σαό-φρων</b> (ep. poet.), <b class="b3">σώ-φρων</b> (Att.), <b class="b3">Σαυ-κράτης</b> (Boeot.), <b class="b3">Σά-δαμος</b> (Arc.); as 2. member in <b class="b3">νηο-</b>, <b class="b3">τεκνο-σσόος</b> (poet.; cf. on [[σεύομαι]]).<br />Derivatives: Ep. aor. <b class="b3">σαῶ-σαι</b>, pass. [[σαωθῆναι]], to which fut. [[σαώσω]], pres. [[σαόω]]; with contraction IA. [[σῶσαι]], [[σωθῆναι]], [[σώσω]] (inscr. [[σωῶ]]), [[σῴζω]] (ε 490, Hes. Op. 376; from <b class="b3">*σω-ΐζω</b>); to this perf. midd. [[σέσωσμαι]] (trag.), [[σέσωμαι]] (Pl. a.o.), act. [[σέσωκα]] (hell.), often w. prefix, e.g. <b class="b3">ἀνα-</b>, <b class="b3">ἀπο-</b>, <b class="b3">δια-</b>, <b class="b3">ἐκ-</b>, [[to keep alive]], [[to save]], midd. pass. intr. [[to stay alive]], [[to save oneself]]. As 1. member a. o. in <b class="b3">σωσί-πολις</b> [[saving the city]] (Ar., Str. a.o.). From the verb: 1. [[σωτήρ]], <b class="b3">-ῆρος</b> m. [[saviour]] (h. Hom., Pi., IA.) with <b class="b3">σωτηρ-ία</b>, <b class="b3">-ίη</b> f. [[rescue]], <b class="b3">-ιος</b> [[bringing rescue]], [[saving]] (IA.), <b class="b3">-ιώδης</b> [[wholesome]] (Gal. a.o.), <b class="b3">-ιασταί</b> m. pl. [[worshippers]] of the <b class="b3">θεοὶ σωτῆρες</b> resp. of <b class="b3">Ἄρτεμις Σώτειρα</b> (Rhod., Att.; Fraenkel Nom. ag. 1, 178). Archaising byforms: [[σαωτήρ]] (Call. a.o.), [[σαώτωρ]] (Maiist. IIIa), [[Σαώτης]] surn. of Dionysos (AP, Paus.); hypocorist. enlargement [[Σωτήριχος]] PN (Plu., Luc. a.o.). 2. f. [[σώτειρα]]. (Pi., IA.). 3. [[σῶστρα]] n. pl. (<b class="b3">-σ-</b> as in <b class="b3">σέσω-σ-μαι</b> a.o.) <b class="b2">reward for saving, thank-offering for saving lives</b> (Hdt., X. etc.) with [[σαοστρεῖ]] 3. sg. (prob. = <b class="b3">σαω-</b>; Cephallenia). 4. [[σωστικός]] (<b class="b3">δια-</b>) [[saving]], [[preserving]] (Arist. etc.). 5. <b class="b3">δια-σώστης</b> m. [[policeman]] (Just.). 6. <b class="b3">ἀνα-σωσμός</b> (Aq.), <b class="b3">-σωσμα</b> (Tz.) [[rescue]] -- On the frequent PN in <b class="b3">Σω(ι-</b>), <b class="b3">Σωσ(ι</b>)-, <b class="b3">Σωτ(ο</b>)- a.o. s. Bechtel Hist. Personennamen 413 ff.<br />Origin: IE [Indo-European] [1080] <b class="b2">*teu̯h₂-</b> [[be strong]] (meaning incorrect in Pok.)<br />Etymology: The above forms can all go back on PGr. [[σάϜος]] (Cypr. <b class="b3">ΣαϜο-κλέϜης</b>); positing alternative basic forms like <b class="b3">*σῶϜος</b> or <b class="b3">*σω[υ]ς</b> is unnecessary. From <b class="b3">σά(Ϝ)ος</b> arose by contraction [[σῶς]], from where through thematisation (via n. pl. [[σῶα]], sg. [[σῶον]]?) [[σῶος]]; ep. [[σόος]] for [[σάος]] after [[σῶς]] or through metr. lengthening. Extensive treatment by Leumann <b class="b3">Μνήμης χάριν</b> 2, 8 ff. (Kl. Schr. 266 ff.) w. further details and rich lit. -- PGr. [[σάϜος]] can stand for IE <b class="b2">*tu̯h₂-eu̯o-s</b>; or rather it is a thematization of <b class="b3">*σαυς</b> < <b class="b2">*tu̯eh₂-us</b>. Ablaut with <b class="b2">*tu̯ō-ro-s</b>, <b class="b2">*tu̯ō-mn̥</b> (in [[σωρός]]?, [[σῶμα]]??) is quite uncertain; the basic meaning would then be approx. [[be strong]] (Prellwitz a.o.; s. Bq), which fits badly for a corpse; <b class="b2">*tu̯oh₂-mn̥</b> is simple, but <b class="b2">o-</b>grade is improbable. Cf. [[σωρός]] and [[ταΰς]], also on [[σαίνω]].
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[safe]], [[healthy]], [[intact]] (Att.; also Hom., Hdt.).<br />Other forms: [[σάος]] (ep. poet. Il. ([[σαώτερος]]), also Cypr., Arc., Lac. etc.), [[σῶος]] (Hdt., Hp., X., hell.), [[σόος]] (ep., also Hdt.); comp. [[σαώτερος]] (A 32, X., Theoc., AP).<br />Compounds: As 1. member a.o. in <b class="b3">ΣαϜο-κλέϜης</b> (Cypr.), <b class="b3">σαό-φρων</b> (ep. poet.), <b class="b3">σώ-φρων</b> (Att.), <b class="b3">Σαυ-κράτης</b> (Boeot.), <b class="b3">Σά-δαμος</b> (Arc.); as 2. member in <b class="b3">νηο-</b>, <b class="b3">τεκνο-σσόος</b> (poet.; cf. on [[σεύομαι]]).<br />Derivatives: Ep. aor. <b class="b3">σαῶ-σαι</b>, pass. [[σαωθῆναι]], to which fut. [[σαώσω]], pres. [[σαόω]]; with contraction IA. [[σῶσαι]], [[σωθῆναι]], [[σώσω]] (inscr. [[σωῶ]]), [[σῴζω]] (ε 490, Hes. Op. 376; from <b class="b3">*σω-ΐζω</b>); to this perf. midd. [[σέσωσμαι]] (trag.), [[σέσωμαι]] (Pl. a.o.), act. [[σέσωκα]] (hell.), often w. prefix, e.g. <b class="b3">ἀνα-</b>, <b class="b3">ἀπο-</b>, <b class="b3">δια-</b>, <b class="b3">ἐκ-</b>, [[to keep alive]], [[to save]], midd. pass. intr. [[to stay alive]], [[to save oneself]]. As 1. member a. o. in <b class="b3">σωσί-πολις</b> [[saving the city]] (Ar., Str. a.o.). From the verb: 1. [[σωτήρ]], <b class="b3">-ῆρος</b> m. [[saviour]] (h. Hom., Pi., IA.) with <b class="b3">σωτηρ-ία</b>, <b class="b3">-ίη</b> f. [[rescue]], <b class="b3">-ιος</b> [[bringing rescue]], [[saving]] (IA.), <b class="b3">-ιώδης</b> [[wholesome]] (Gal. a.o.), <b class="b3">-ιασταί</b> m. pl. [[worshippers]] of the <b class="b3">θεοὶ σωτῆρες</b> resp. of <b class="b3">Ἄρτεμις Σώτειρα</b> (Rhod., Att.; Fraenkel Nom. ag. 1, 178). Archaising byforms: [[σαωτήρ]] (Call. a.o.), [[σαώτωρ]] (Maiist. IIIa), [[Σαώτης]] surn. of Dionysos (AP, Paus.); hypocorist. enlargement [[Σωτήριχος]] PN (Plu., Luc. a.o.). 2. f. [[σώτειρα]]. (Pi., IA.). 3. [[σῶστρα]] n. pl. (<b class="b3">-σ-</b> as in <b class="b3">σέσω-σ-μαι</b> a.o.) <b class="b2">reward for saving, thank-offering for saving lives</b> (Hdt., X. etc.) with [[σαοστρεῖ]] 3. sg. (prob. = <b class="b3">σαω-</b>; Cephallenia). 4. [[σωστικός]] (<b class="b3">δια-</b>) [[saving]], [[preserving]] (Arist. etc.). 5. <b class="b3">δια-σώστης</b> m. [[policeman]] (Just.). 6. <b class="b3">ἀνα-σωσμός</b> (Aq.), <b class="b3">-σωσμα</b> (Tz.) [[rescue]] -- On the frequent PN in <b class="b3">Σω(ι-</b>), <b class="b3">Σωσ(ι</b>)-, <b class="b3">Σωτ(ο</b>)- a.o. s. Bechtel Hist. Personennamen 413 ff.<br />Origin: IE [Indo-European] [1080] <b class="b2">*teu̯h₂-</b> [[be strong]] (meaning incorrect in Pok.)<br />Etymology: The above forms can all go back on PGr. [[σάϜος]] (Cypr. <b class="b3">ΣαϜο-κλέϜης</b>); positing alternative basic forms like <b class="b3">*σῶϜος</b> or <b class="b3">*σω[υ]ς</b> is unnecessary. From <b class="b3">σά(Ϝ)ος</b> arose by contraction [[σῶς]], from where through thematisation (via n. pl. [[σῶα]], sg. [[σῶον]]?) [[σῶος]]; ep. [[σόος]] for [[σάος]] after [[σῶς]] or through metr. lengthening. Extensive treatment by Leumann <b class="b3">Μνήμης χάριν</b> 2, 8 ff. (Kl. Schr. 266 ff.) w. further details and rich lit. -- PGr. [[σάϜος]] can stand for IE <b class="b2">*tu̯h₂-eu̯o-s</b>; or rather it is a thematization of <b class="b3">*σαυς</b> < <b class="b2">*tu̯eh₂-us</b>. Ablaut with <b class="b2">*tu̯ō-ro-s</b>, <b class="b2">*tu̯ō-mn̥</b> (in [[σωρός]]?, [[σῶμα]]??) is quite uncertain; the basic meaning would then be approx. [[be strong]] (Prellwitz a.o.; s. Bq), which fits badly for a corpse; <b class="b2">*tu̯oh₂-mn̥</b> is simple, but <b class="b2">o-</b>grade is improbable. Cf. [[σωρός]] and [[ταΰς]], also on [[σαίνω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj