σῶς
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
English (LSJ)
(A), ὁ, ἡ, σῶν, τό, defect. Adj. of which the foll. forms occur: Att. and later Gr. nom. σῶς, σῶν, Th.8.81, D.21.126; acc.
A σῶν Th.3.34, D.20.142; nom. pl. σῷ (written σῶ, but cf. EM742.1)cited by Ael.Dion. Fr.302 from Th.1.74 (where σῶοι codd.); also σοῖ Ael.Dion.l.c.; acc. pl.masc. σῶς D.5.17, 8.16, 19.75, Luc.Phal.2.4; fem.sg.σᾶ Ar.Fr.631, IG14.644.15 (Bruttium), prob. in ib.22.123.8, but σῶς as fem., E.Cyc. 294, Ar.Fr.658, Pl.Phd.106a, Call.Aet.3.1.40; neut. pl. σᾶ E.Fr.762, Pl.Criti.111c, Ath.Mitt.49.3 (Attica, iv B.C.): Ep. nom. sg. masc. σῶς ll.22.332 (here guaranteed by the metre), 13.773, Od.5.305, 15.42, 16.131, 22.28; σόος 19.300; acc. σῶν Il.1.117 (v.l. σόον, σάον), 17.367 (v.l. σόον); σόον 7.310, 8.246, 16.252 (v.l. σάον); nom. sg. fem. σόη 15.497; nom. pl. masc. σόοι 1.344, 5.531, 15.563, Od.4.98; nom. pl. neut. σόα Il.24.382, Od.13.364: Hdt. has nom. sg. σῶς 1.24, al.; neut. σόον (v.l. σῶον) 2.181; pl. σόοι (v.l. σῶοι) 8.39; fem. σόαι (σῶαι codd.) 1.66; neut. σόα (v.l. σῶα) 4.124, 6.86.ά; gen. pl. neut. σόων (v.l. σώων) 2.121.β: Hp. has σῶον Art.53: the stem σωο- never appears in Hom. or early poets, but is found in later poetry (nom. σῶος Max.386; Comp. σωότερος A.R.1.918), and in an Att. prose Inscr., neut. σῶον IG12.59.13, along with σῶν ib.128.6, 22.1172.14; the foll. forms from σωο- are found in Att. and later texts: σῶος X.An.3.1.32, Luc.Abd.5; σῶον Lys.7.17, 20.24, Arist. Oec.1347a24, Plu.2.786f,Sor.2.60,Aristid. 1.425 J., Lib. Or.48.3; σῶοι X.An.2.2.21, al., D.19.57, 153,326; σώους Luc.Laps.8, Aristid.1.426 J.; σῶα X.Cyr.7.4.13, HG1.1.24, Arist. Ath.30.4; fem. σώα X.HG7.4.4, D.56.37, Aristid.2.78 J.; acc. σώαν D.21.177, Aristid.2.428 J.; gen. σώας D.19.78, OGI214.20 (Didyma, iii B.C.): the Papyri have acc.sg.masc. σῶον PLond.2.301.13 (ii A.D.), etc., acc. pl. neut. σῶα BGU1106.31 (i B.C.), etc.: the word is rare in LXX, acc. sg. masc. σῶον 2 Ma.12.24; nom. pl. fem. σῶαι (v.l. σῶοι) Thd.Bel 17; acc. pl. masc. σώους 3 Ma.2.7; neut. σῶα 2 Ma.3.15; not found in NT: acc. to Thom.Mag.p.328 R. σῶς is Att. for σῶος, σῶν for σῶον (masc. and neut.), σῶς for σώους and σώας, but all other Att. forms are uncontr. (σῶοι, σῶα): the form σῷος is recommended by Did. ap. EM741.43, but rejected by Hdn.Gr.ib.46 (cf. Hdn.Gr.2.53), and is found in cod. Σ of D.18.49, al.; σῴην Babr.94.8; σῷον AP6.349.6 (Phld.): the form σάος is preserved as v.l. in Il.1.117 (ap.A.D.Conj. 223.10), 16.252, and in the Comp. σαώτερος, v. σάος:—safe and sound, alive and well, of persons, ἔφης.. σῶς ἔσσεσθ' Il.22.332; οὕνεκά οἱ σῶς ἐσσι Od.15.42; ὅτι οἱ σῶς εἰμι 16.131; βούλομ' ἐγὼ λαὸν σῶν (v.l. σόον, σάον) ἔμμεναι Il.1.117, cf. 8.246; σόοι ἔμμεναι Od.4.98; ἄλοχός τε σόη καὶ παῖδες Il.15.497; σόοι εἶναι Hdt.5.96; σῶς καὶ ὑγιής Id.4.76, Th.3.34, Pl.Ti.82b.
II of things, safe, whole, ἵνα περ τάδε τοι σόα μίμνῃ (sc. τὰ κειμήλια) Il.24.382, cf. Od.13.364, Hdt.6.86.ά; οὐδέ κε φαίης ἠέλιον σῶν ἔμμεναι (v.l. σόον) Il.17.367; so ἄγαλμα... τὸ ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἦν σόον was preserved, extant, Hdt.2.181; αἱ πέδαι ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἦσαν σόαι Id.1.66, cf. 8.39; ποτὸν... εῐπερ ἐστὶ σῶν S.Ph. 21; ἔστι σῶν [θοἰμάτιον] καὶ σὐκ ἀπόλωλεν Pl.Phd.87b; ἡ χιὼν οὖσα σῶς καὶ ἄτηκτος ib.106a; τὸ ἀθάνατον σῶν καὶ ἀδιάφθορον ib.e; ἔχειν τι σῶν X.An.7.6.32; τῶν σημάντρων ἐόντων σόων intact, Hdt.2.121.β; σῶαι αἱ σφραγῖδες; LXX Bel17; παραδώσω τὸν γόμον σῶον καὶ ἀκακούργητον PLond 2.301.13 (ii A.D.); ἅ τε ἐὰν λάβῃ, σῶα συντηρήσειν καὶ ἀποδώσειν BGU1106.31 (i B.C.); of money, intact, undiminished, E.Hec.994; τἀργύριον σῶν παρέχειν Ar.Lys.488, IG22.1172.14, cf. Pl.R.333c; σῶα ἀποδιδόναι τὰ χρήματα X.Cyr.7.4.13.
2 of events, safe, sure, certain, νῦν τοι (μοι) σῶς αἰπὺς ὄλεθρος Il.13.773, Od.5.305, 22.28. (σάϝος, cf. Cypr. pr. n. Σαϝοκλέϝης.)
(B), contr. for σόος, σοῦς, ὁ, = βλάστησις, dub. in Hsch. s.v. σῶν.
German (Pape)
[Seite 1061] ὁ, seltener ἡ, Ar., σῶν, τό, defect adj., = σῶος, σάος, σόος, im nom. sing., σῶς ἐπ' οἶδμ' ἅλιον διαστείβων, Pind. frg. 242; σὺ δὲ σῶς ἴσθι, Soph. O. C. 1212; τάχ' ἂν ἴδοις ποτὸν κρηναῖον εἴπερ ἐστὶ σῶν, Phil. 21; χρυσὸς σῶς, Eur. Hec. 994; Rhes. 525 Suppl. 643; Ar. Equ. 611 Thesm. 821 Lys. 488, Thuc. soll σῶ u. Ar. σῶες als nom. plur. gebraucht haben, u. die Gramm. führen aus Dichtern noch an σᾶ, sowohl tom. sing., als neutr. plur., wie auch bei Plat. Critia. 111 c v.l. eines mss. στεγάσματ' ἔτι σᾶ für die vulg. σῶα ist, von Bekker aufgenommen; σῶν καὶ ὑγιᾶ αὐτὸν καταστήσειν εἰς τὸ τεῖχος, Thuc. 3, 34; ἵνα σῶς οἴκαδε ἔλθοι, Plat. Rep. III, 393 e; ὑπεξῄει ἂν ἡ χιὼν οὖσα σῶς, Phaed. 106 a; ὅτι ἐστὶ σῶν θοἰμάτιον καὶ οὐκ ἀπόλωλε, 87 b. – Auch von der gedehnten nachhomerischen Form σῶος brauchten die genauern Attiker nur den, nom. plur. masc. u. neutr. σῶοι u. σῶα, s. Thom. Mag., obgleich Xen. An. 3, 1, 32 auch σῶος, u. Luc. pro laps. 8 σώους hat; auch das ion. σόος scheint nur im nom. u. acc. sing. plur. aller drei Geschlechter gebräuchlich gewesen zu sein. – Heil, gesund, unverletzt, wohlbehalten, mit heiler Haut; bes. von Menschen, Hom., dann auch von Sachen, ganz, unversehrt, unbeschädigt, αἱ πέδαι ἔτι καὶ εἰς ἐμὲ ἦσαν σῶαι, Her. 1, 66. σῶα ἀποδιδοναι τὰ χρἠματα, Xen. Cyr. 7, 4, 13 (s. die obigen Beispiele); auch übertr., sicher, gewiß, νὸν τοι σῶς αἰπὺς ὄλεθρος. nun ist dir der Untergang gewiß, Il. 13, 773 Od. 5, 305. 22, 28. – Den comparσαώτερος. oben.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σῶς, acc. σῶν, n. plur. σᾶ; post-hom. σῶος -α -ον, ook σῷος -α -ον, Ion. σόος -η -ον van pers. veilig, ongedeerd:. βουλομ’ ἐγὼ λαὸν σῶν ἔμμεναι ik wil liever dat het krijgsvolk behouden blijft Il. 1.117; ἢν σῶς καὶ ὑγιὴς ἀπονοστήσῃ als hij veilig en gezond naar huis zou terugkeren Hdt. 4.76.3. van zaken behouden, intact, onaangetast:; αἱ δὲ πέδαι αὗται... ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἦσαν σόαι ἐν Τεγέῃ en die voetboeien werden nog tot in mijn tijd veilig bewaard in Tegea Hdt. 1.66.4; χρυσὸς δὲ σῶς, ὃν ἦλθεν ἐκ Τροίας ἔχων; is het goud waarmee hij uit Troje kwam nog intact? Eur. Hec. 994; van gebeurtenissen zeker, vaststaand:. νῦν τοι σῶς... ὄλεθρος nu staat de ondergang vast Il. 13.773.
Russian (Dvoretsky)
σῶς: и 3 стяж. к σάος.
English (Autenrieth)
(σάος, σόος): safe, sound, unharmed; certain, Il. 13.773, Od. 5.305.
English (Slater)
1 secure ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται σάος (Schr.: σῶς Emperius: ὅς codd.) (P. 3.106)
Greek Monotonic
σῶς: ὁ, ἡ, απαντά μόνον στην ονομ. σῶς, αιτ. σῶν, πληθ. σῶς· ουδ. σᾶ· ο Ιων. τύπος σόος χρησιμοποιείται από τον Όμηρο σε όλες τις πτώσεις εκτός από την ονομ. ενικ., όπου για μετρικούς λόγους γίνεται χρήση του σῶς· ο τύπος σῶος χρησιμοποιείται από τους Αττ. συγγραφείς μόνο στον πληθ. σῶοι, σῶαι, σῶα· προερχόμενο κατευθείαν από τη ρίζα σάος, απαντά στον συγκρ. σᾰώτερος, βλ. λήμμα σάος· κύρια σημασία,
I. σώος και ασφαλής, ακέραιος, ζωντανός και γερός, αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση, Λατ. salvus, σε Όμηρ., Ηρόδ., Θουκ.
II. 1. λέγεται για πράγματα, ακέραιος, γερός, αυτός που δεν έχει υποστεί βλάβη ή ζημιά, σε Όμηρ.
2. λέγεται για γεγονότα, σίγουρος, ασφαλής, βέβαιος, επιβεβαιωμένος· νῦν σῶς αἰπὺς ὄλεθρος, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
σῶς: ὁ, ἡ, σῶν, τό, ἐλλειπτικὸν ἐπίθετον, οὗ ἀπαντῶσιν οἱ ἀκόλουθοι τύποι: ἡ αἰτιατ. σῶν, πληθ. σῶς εἶναι συνήθεις: ὀνομαστ. πληθ. σῶς Δημ. 51. 13., 93. 24, ἀλλὰ σῷ μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Αἰλ. Διονυσ. παρ’ Εὐστ. 959. 44 ἐκ τοῦ Θουκ. 1. 74 (ἔνθα νῦν φέρεται σῶοι)· θηλ. ἑνικ. σᾶ παρ’ Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 529b), ἀλλὰ σῶς ὡς θηλ. ἐν Εὐρ. Κύκλ. 294, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 529a, Πλάτ. Φαίδων 106Α· οὐδ. πληθ. σᾶ, Εὐρ. Ἀποσπ. 762, Πλάτ. Κριτί. 111C. - Ὁ Ἰων. τύπος σόος ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ. ἐν πάσαις ταῖς πτώσεσι πλὴν ἐν τῇ ὀνομαστ. τοῦ ἑνικοῦ σῶς, ὅπερ ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον ἐν Ἰλ. Χ. 332, καὶ ἔχουσι τὰ Ἀντίγραφα ἀλλαχοῦ· ἴσως καὶ αἰτ. σῶν, ἴδε κατωτ.· οὕτω παρ’ Ἡροδ. σῶς εἶναι ὀνομ. τοῦ ἑνικοῦ, ἴδε κατωτ. Ὁ τύπος σῶος οὐδαμοῦ ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμήρ. ἢ παρ’ ἄλλῳ τινὶ τῶν ἀρχαίων ποιητῶν (ἀπαντᾷ ὅμως παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς, οἷον Μαξίμῳ π. καταρχ. 386, Ἀνθ., κλπ.· σωότερος Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 918), καὶ ἐν Ἀντιγράφοις τοῦ Ἡροδ. εὑρίσκομεν σῶαι ἐν 1. 66, σῶα ἐν 4. 124, σώων ἐν 1. 121, 2· καὶ κατὰ τὸν Θωμ. Μάγιστρ. 830, οἱ ἀκριβολογοῦντες Ἀττικ. συγγραφεῖς ἐποιοῦντο χρῆσιν αὐτοῦ μόνον ἐν τοῖς πληθ. τύποις σῶοι, σῶαι, σῶα. Τελευταῖον, ὁ ῥιζικὸς τύπος σάος διετηρήθη ἐν τῷ συγκρ. σᾰώτερος, ἴδε ἐν λέξ. σάος. (Πρβλ. σάος, σαόω, σόος, σῶος, σώζω, σωτήρ, σῶκος· Λατιν. sanus· Ἀρχ. Γερμ. gasunt (gesund, sound). - Ἐκ τῆς ῥίζης ταύτης οἱ Ἕλληνες ἐκ τῆς μεγάλης αὐτῶν πρὸς τὸν εὐφημισμὸν ἀγάπης ἐσχημάτισαν πολλὰ ὀνόματα, Σῶσος, θηλ. Σωσώ, Σωσίας, Σώστρατος, Σωκράτης, κλπ.). Ριζικὴ σημασία, σῶος, Λατιν. salvus, integer, incolumis, ἐπὶ προσώπων, ἔφης... σῶς ἔσσεσθ’ Ἰλ. Χ. 332· οὕνεκά οἱ σῶς ἐσσι Ὀδ. Ο. 42· ὅτι σῶς εἰμι Π. 131· βούλομ’ ἐγὼ λαὸν σόον ἔμμεναι Ἰλ. Α. 117· σῶν ἔμμεναι (σοον;) Θ. 246· σόοι ἔμμεναι Ὀδ. Δ. 98· ἄλοχός τε σόη καὶ παῖδες Ἰλ. Ο. 497· οὕτω, σόοι εἶναι Ἡρόδ. 5. 96· σῶς καὶ ὑγιὴς ὁ αὐτ. 4. 76, Θουκ. 3. 34, Πλάτ. Τίμ. 82Β. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀκέραιος, καλῶς ἔχων, «γερός», ὁ μὴ παθών βλάβην, ἵνα περ τάδε τοι σόα μίμνῃ (ἐξυπακ. τὰ κειμήλια) Ἰλ. Ω. 382, πρβλ. Ὀδ. Ν. 364· οὐδέ κε φαίης ἠέλιον σῶν ἔμμεναι (σόον;) Ἰλ. Ν. 364· οὕτως, ἄγαλμα..., τὸ ἐς ἐμὲ ἦν σόον, διετηρεῖτο, ἐσῴζετο Ἡρόδ. 2. 181· αἱ πέδαι ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἦσαν σόαι ὁ αὐτ. 1. 66· οἱ... λίθοι ἔτι καὶ ἐς ἡμέας ἔσαν σόοι ὁ αὐτ. 8. 39, πρβλ. 2. 121, 2., 6. 86, 1· ποτόν…, εἴπερ ἐστὶ σῶν Σοφ. Φιλ. 21· ἔστι σῶν (θοἰμάτιον) καὶ οὐκ ἀπόλωλε Πλάτ. Φαίδων 87Β· ἡ χιὼν οὖσα σῶς καὶ ἄτηκτος αὐτόθι 106Α· τὸ ἀθάνατον σῶν καὶ ἀδιάφθορον αὐτόθι Ε· ἔχειν τι σῶν Ξεν. Ἀνάβ. 7. 6, 32, κλπ.· ἐπὶ χρημάτων, ἀσφαλής, ἐξησφαλισμένος, Εὐρ. Ἑκάβ. 994 κἑξ.· τἀργύριον σῶν παρέχειν Ἀριστοφ. Λυσ. 488, Συλλ. Ἐπιγρ. 82. 14, Πλάτ. Πολ. 333C· σῶα ἀποδιδόναι τὰ χρήματα Ξεν. Κύρ. 7. 4, 13. 2) ἐπὶ γεγονότων, ἀσφαλής, βέβαιος, νῦν τοι σῶς αἰπὺς ὄλεθρος Ἰλ. Ν. 773, Ὀδ. Ε. 305, Χ. 28.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: safe, healthy, intact (Att.; also Hom., Hdt.).
Other forms: σάος (ep. poet. Il. (σαώτερος), also Cypr., Arc., Lac. etc.), σῶος (Hdt., Hp., X., hell.), σόος (ep., also Hdt.); comp. σαώτερος (A 32, X., Theoc., AP).
Compounds: As 1. member a.o. in ΣαϜο-κλέϜης (Cypr.), σαό-φρων (ep. poet.), σώ-φρων (Att.), Σαυ-κράτης (Boeot.), Σά-δαμος (Arc.); as 2. member in νηο-, τεκνο-σσόος (poet.; cf. on σεύομαι).
Derivatives: Ep. aor. σαῶ-σαι, pass. σαωθῆναι, to which fut. σαώσω, pres. σαόω; with contraction IA. σῶσαι, σωθῆναι, σώσω (inscr. σωῶ), σῴζω (ε 490, Hes. Op. 376; from *σω-ΐζω); to this perf. midd. σέσωσμαι (trag.), σέσωμαι (Pl. a.o.), act. σέσωκα (hell.), often w. prefix, e.g. ἀνα-, ἀπο-, δια-, ἐκ-, to keep alive, to save, midd. pass. intr. to stay alive, to save oneself. As 1. member a. o. in σωσί-πολις saving the city (Ar., Str. a.o.). From the verb: 1. σωτήρ, -ῆρος m. saviour (h. Hom., Pi., IA.) with σωτηρ-ία, -ίη f. rescue, -ιος bringing rescue, saving (IA.), -ιώδης wholesome (Gal. a.o.), -ιασταί m. pl. worshippers of the θεοὶ σωτῆρες resp. of Ἄρτεμις Σώτειρα (Rhod., Att.; Fraenkel Nom. ag. 1, 178). Archaising byforms: σαωτήρ (Call. a.o.), σαώτωρ (Maiist. IIIa), Σαώτης surn. of Dionysos (AP, Paus.); hypocorist. enlargement Σωτήριχος PN (Plu., Luc. a.o.). 2. f. σώτειρα. (Pi., IA.). 3. σῶστρα n. pl. (-σ- as in σέσω-σ-μαι a.o.) reward for saving, thank-offering for saving lives (Hdt., X. etc.) with σαοστρεῖ 3. sg. (prob. = σαω-; Cephallenia). 4. σωστικός (δια-) saving, preserving (Arist. etc.). 5. δια-σώστης m. policeman (Just.). 6. ἀνα-σωσμός (Aq.), -σωσμα (Tz.) rescue -- On the frequent PN in Σω(ι-), Σωσ(ι)-, Σωτ(ο)- a.o. s. Bechtel Hist. Personennamen 413 ff.
Origin: IE [Indo-European] [1080] *teu̯h₂- be strong (meaning incorrect in Pok.)
Etymology: The above forms can all go back on PGr. σάϜος (Cypr. ΣαϜο-κλέϜης); positing alternative basic forms like *σῶϜος or *σω[υ]ς is unnecessary. From σά(Ϝ)ος arose by contraction σῶς, from where through thematisation (via n. pl. σῶα, sg. σῶον?) σῶος; ep. σόος for σάος after σῶς or through metr. lengthening. Extensive treatment by Leumann Μνήμης χάριν 2, 8 ff. (Kl. Schr. 266 ff.) w. further details and rich lit. -- PGr. σάϜος can stand for IE *tu̯h₂-eu̯o-s; or rather it is a thematization of *σαυς < *tu̯eh₂-us. Ablaut with *tu̯ō-ro-s, *tu̯ō-mn̥ (in σωρός?, σῶμα??) is quite uncertain; the basic meaning would then be approx. be strong (Prellwitz a.o.; s. Bq), which fits badly for a corpse; *tu̯oh₂-mn̥ is simple, but o-grade is improbable. Cf. σωρός and ταΰς, also on σαίνω.
Middle Liddell
[the ionic σόος, is used by Hom. in all cases except the nom. sg. σῶς.] σῶος, used by Attic writers only in plural σῶοι, σῶαι, σῶα.] [the radic. form σάος, occurs in the comp. σᾰώτερος, v. sub σάος.]
I. radic. sense safe and sound, alive and well, in good case, Lat. salvus, Hom., Hdt., Thuc.
II. of things, sound, whole, safe, Hom.
2. of events, safe, sure, certain, νῦν σῶς αἰπὺς ὄλεθρος Il.
Frisk Etymology German
σῶς: (att.; auch Hom., Hdt.),
{sō̃s}
Forms: σάος (ep. poet. seit Il. σαώτερος. auch kypr., ark., lak. usw.), σῶος (Hdt., Hp., X., hell.), σόος (ep., auch Hdt.); Komp. σαώτερος (A 32, X., Theok., AP).
Meaning: heil, gesund, unversehrt;
Composita: Als Vorderglied u.a. in Σαϝοκλέϝης (kypr.), σαόφρων (ep. poet.), σώφρων (att.), Σαυκράτης (böot.), Σάδαμος (ark.); als Hinterglied in νηο-, τεκνοσσόος (poet.; vgl. zu σεύομαι).
Derivative: Davon ep. Aor. σαῶσαι, Pass. σαωθῆναι, wozu Fut. σαώσω, Präs. σαόω; mit Kontraktion ion. att. σῶσαι, σωθῆναι, σώσω (Inschr. σωῶ), σῴζω (seit ε 490, Hes. Op. 376; aus *σωΐζω); dazu Perf. Med. σέσωσμαι (Trag.), σέσωμαι (Pl. u.a.), Akt. σέσωκα (hell.), oft m. Präfix, z.B. ἀνα-, ἀπο-, δια-, ἐκ-, am Leben erhalten, retten, Med. Pass. intr. am Leben bleiben, sich retten. Als Vorderglied u. a. in σωσίπολις die Stadt rettend (Ar., Str. u.a.). Vom Verb: 1. σωτήρ, -ῆρος m. Retter (h. Hom., Pi., ion. att.) mit σωτηρία, -ίη f. Rettung, -ιος Rettung bringend, rettend (ion. att.), -ιώδης heilsam (Gal. u.a.), -ιασταί m. pl. Verehrer der θεοὶ σωτῆρες bzw. der Ἄρτεμις Σώτειρα (rhod., att.; Fraenkel Nom. ag. 1, 178). Archaisierende Nebenformen: σαωτήρ (Kall. u.a.), σαώτωρ (Maiist. IIIa), Σαώτης Bein. des Dionysos (AP, Paus.); Hypokorist. Erweiterung Σωτήριχος PN (Plu., Luk. u.a.). 2. f. σώτειρα. (Pi., ion. att.). 3. σῶστρα n. pl. (-σ- wie in σέσωσ-μαι u.a.) Rettungslohn, Dankopfer für Errettung des Lebens (Hdt., X. usw.) mit σαοστρεῖ 3. sg. (wohl = σαω-; Kephallenia). 4. σωστικός (δια-) rettend, erhaltend (Arist. usw.). 5. διασώστης m. Schutzmann (Just.). 6. ἀνασωσμός (Aq.), -σωσμα (Tz.) Rettung. — Zu den überaus zahlreichen PN auf Σω(ι-), Σωσ(ι)-, Σωτ(ο)- u.a. s. Bechtel Hist. Personennamen 413 ff.
Etymology: Die obigen Formen können alle auf urgr. σάϝος (kypr. Σαϝοκλέϝης) zurückgehen; die Ansetzung alternativer Grundformen *σῶϝος oder *σω[υ]ς erübrigt sich. Aus σά(ϝ)ος entstand durch Kontraktion σῶς, woraus durch Thematisierung (über n. pl. σῶα, sg. σῶον?) σῶος; ep. σόος für σάος nach σῶς oder durch Zerdehnung. Ausführliche Behandlung von Leumann Μνήμης χάριν 2, 8 ff. (Kl. Schr. 266 ff.) m. weiteren Einzelheiten und reicher Lit. — Urgr. σάϝος kann für idg. *tu̯ə-u̯o-s stehen und mit *tu̯ō-ro-s, *tu̯ō-mn̥ (in σωρός, σῶμα?) ablauten; die Grundbed. wäre dann etwa stark sein (Prellwitz u.a.; s. Bq); vgl. noch zu σωρός und ταΰς, auch zu σαίνω.
Page 2,844
Mantoulidis Etymological
ὁ, ἡ, σῶν, τό. Ἀπό τό σάος τοῦ σῴζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
incolumis, unharmed, safe, 1.74.3, 3.34.3, 8.81.3, [vulgo deest commonly lacking]
Translations
safe
Arabic: أَمِين, سَالِم, آمِن; Armenian: ապահով, անվտանգ; Azerbaijani: əmin; Bavarian: sichar; Belarusian: бяспечны; Bulgarian: в безопасност; Catalan: segur, salv; Chinese Cantonese: 安全; Mandarin: 安全; Czech: bezpečný; Danish: sikker, udenfor fare; Dutch: veilig; Estonian: ohutu, turvaline; Finnish: turvassa; French: en sécurité, sauf; Galician: seguro, salvo, zafo; Georgian: უვნებელი; German: sicher, gefahrlos; Greek: ασφαλής; Ancient Greek: ἀκατάφθορος, ἀπήμων, ἀσκηθής, ἀσφαλής, βέβαιος, ἐχέγγυος, σῶς, σωστός, ὑγιής; Hebrew: בָּטוּחַ, בְּטוּחָה; Higaonon: naluwas; Hindi: सुरक्षित; Hungarian: biztonságban van; Icelandic: öruggur, tryggur; Irish: slán; Italian: sicuro; Japanese: 安全; Khmer: មានសុវត្ថិភាព; Korean: 안전하다; Kurdish Central Kurdish: ساغ; Lao: ປອດໄພ; Latin: tutus, securus; Latvian: drošs, sveiks; Lithuanian: saugus; Macedonian: безбеден, сигурен; Malay: selamat; Maori: marutau, haumaru; Middle English: sauf, siker; Norman: sauf; Norwegian: sikker, trygg; Old English: ġeheald; Persian: ایمن; Polish: bezpieczny; Portuguese: salvo, seguro, a salvo; Romanian: sigur; Russian: в безопасности; Scottish Gaelic: sàbhailte; Serbo-Croatian Cyrillic: безбедан, сигуран; Roman: bezbedan, siguran; Sicilian: sicuru; Slovak: bezpečný; Slovene: varen; Spanish: seguro, salvo; Swahili: uganda; Swedish: säker, trygg, i säkerhet; Tagalog: ligtas; Thai: ปลอดภัย; Turkish: emin; Ukrainian: безпечний; Urdu: محفوظ; Vietnamese: an toàn; Welsh: diogel; West Frisian: feilich