σπαργνόομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(6_6)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπαργνόομαι''': Ἐπικ. ἀντὶ σπαργανόομαι, κατά τινας ἐν Χρησμ. Σιβ. 8. 478.
|lstext='''σπαργνόομαι''': Ἐπικ. ἀντὶ [[σπαργανόομαι]], κατά τινας ἐν Χρησμ. Σιβ. 8. 478.
}}
}}

Latest revision as of 08:39, 15 January 2021

Greek (Liddell-Scott)

σπαργνόομαι: Ἐπικ. ἀντὶ σπαργανόομαι, κατά τινας ἐν Χρησμ. Σιβ. 8. 478.